Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνάλληλος , η, ο συ-νάλ-λη-λος επίθ.: ΦΙΛΟΣ. (για έννοια) που υπάγεται μαζί με άλλες στην ίδια έννοια γένους: Οι έννοιες "σκύλος", "γάτα", "μοσχάρι" είναι ~ες και υπάγονται στην έννοια "ζώο". Βλ. επ-, υπ-άλληλος. ● επίρρ.: συνάλληλα & (λόγ.) συναλλήλως [< μεσν. συνάλληλος]

επ-

επ-βλ. επι-

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.