συνάρτηση συ-νάρ-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. σύνδεση, συνάφεια ή αντιστοιχία μεταξύ πραγμάτων, καταστάσεων, αφηρημένων εννοιών: Η απόφασή μου υπήρξε ~ πολλών παραγόντων (βλ. αποτέλεσμα, επακόλουθο). Η επιτυχία ήταν ~ των γνώσεων και της έμπειρης ομάδας μας. 2. ΜΑΘ. η σχέση που συνδέει με μοναδικό τρόπο τα στοιχεία δύο συνόλων: αναλυτική/αντίστροφη/απλή/γραμμική/εκθετική/λογαριθμική/λογική/ρητή ~. ~ κατανομής/πιθανότητας. Όριο/παράγωγος/(γραφική) παράσταση/συνέχεια ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: μονότονη συνάρτηση: ΜΑΘ. που είναι αύξουσα ή φθίνουσα. [< αγγλ. monotonic function, 1901] , ταυτοτική συνάρτηση/απεικόνιση βλ. ταυτοτικός, τριγωνομετρικές συναρτήσεις βλ. τριγωνομετρικός ● ΦΡ.: σε συνάρτηση με & (λόγ.) συναρτήσει: σε σχέση με, λαμβάνοντας υπόψη: Εξετάζει το ζήτημα σε ~ ~ τα δεδομένα της εποχής. Προσδιορισμός της ταχύτητας συναρτήσει του χρόνου. [< 1: αρχ. συνάρτησις 2: γαλλ. fonction, γερμ. Funktion]
αποτέλεσμα
αποτέλεσμα [ἀποτέλεσμα] α-πο-τέ-λε-σμα ουσ. (ουδ.) {αποτελέσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κατάληξη ή συνέπεια ενέργειας ή διαδικασίας: αισθητικό/άμεσο/αναμενόμενο/απρόβλεπτο/απροσδόκητο/αρνητικό/έμμεσο/εξαιρετικό/επιδιωκόμενο/ευνοϊκό/θετικό/λογικό/στατιστικό/τραγικό ~. Ακουστικό/ηχητικό/οπτικό ~. Τα ~ατα του πειράματος. Σχέση αιτίου ~ατος. Το καλύτερο/χειρότερο δυνατό ~. ~ διαπραγματεύσεων/πίεσης. Αναμενόμενα μαθησιακά ~ατα. Καταλήγω/οδηγούμαι/φτάνω σε ~. Το ~ ήταν να ... Οι θεραπείες δεν είχαν κανένα ~. Σημασία έχει η προσπάθεια και όχι το ~ (: το ~ μετράει). Η επανάσταση ήταν ~ (= απόρροια, επακόλουθο) της κοινωνικής καταπίεσης. ~ μηδέν (: για παταγώδη αποτυχία). Και ποιο το ~; Θεαματικά ~ατα από ...|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ατα αναζήτησης (στο διαδίκτυο).2. επίσημη κρίση, αξιολόγηση -συχνά με αριθμητικά δεδομένα- αγώνα, διαγωνισμού, εξετάσεων, ψηφοφορίας· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) το αντίστοιχο επίσημο έγγραφο: εκλογικό/τελικό ~. Οριστικά/προσωρινά/συγκριτικά ~ατα. Δίκαιο/ισόπαλο/νικηφόρο ~ (= σκορ). Ιατρικά ~ατα. Αλλοίωση/αμφισβήτηση/πρόβλεψη (του) ~ατος. ~ατα ερευνών (πβ. πόρισμα)/προπό. Παίρνω (τα) ~ (: τα μαθαίνω). Βγήκαν τα ~ατα (= ανακοινώθηκαν επίσημα). Σύμφωνα με τα ~ατα της έρευνας ...|| Ανάρτηση των ~άτων.3. ΜΑΘ. αυτό που εξάγεται και γενικότ. προκύπτει από αριθμητική πράξη, λύση μαθηματικού προβλήματος: γενικό/μερικό/συνολικό ~. ~ αφαίρεσης/πρόσθεσης. Η άσκηση έχει δύο τρόπους επίλυσης, που οδηγούν στο ίδιο ~. Πβ. εξαγόμενο.4. ΦΙΛΟΣ. γεγονός που προκαλείται από ορισμένη αιτία. ● ΣΥΜΠΛ.: αποτελέσματα χρήσης & (λόγ.) χρήσεως: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των κερδών ή ζημιών από τις οικονομικές πράξεις, δραστηριότητες επιχείρησης. ● ΦΡ.: από το αποτέλεσμα & (λόγ.) εκ του αποτελέσματος: για κρίση, διαπίστωση, συμπέρασμα που βασίζεται στην τελική έκβαση κατάστασης και όχι σε ό,τι προηγήθηκε: ~ ~ συνάγεται/τεκμαίρεται (ότι/πως) … Όλα κρίνονται ~ ~. ~ ~ φαίνεται ότι οι ενέργειές μας απέδωσαν καρπούς., έχει ως αποτέλεσμα: προκαλεί (κάτι), έχει ως συνέπεια, οδηγεί σε: Η κρίση είχε ~ την ανάσχεση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας. ~ ~ να ..., με αποτέλεσμα να ...:Καθυστέρησε, ~ ~ μη βρει θέση. ΣΥΝ. με συνέπεια να ..., φέρνει αποτέλεσμα: έχει επιθυμητή κατάληξη: Η επιμονή/προσπάθειά της έφερε ~. Η συζήτηση δεν έφερε κανένα ~., χωρίς/δίχως αποτέλεσμα: μάταια, άδικα, χωρίς αντίκρισμα: αναζήτηση/διάλογος/έρευνα ~ ~. Αγωνίζομαι/πολεμώ ~ ~. Προσπάθησα να του αλλάξω γνώμη, αλλά ~ ~., ως αποτέλεσμα (+ γεν.): λόγω, εξαιτίας, ως συνέπεια: Η κλιματική αλλαγή ~ ~ του φαινομένου του θερμοκηπίου., συνδυασμός αποτελεσμάτων βλ. συνδυασμός [< αρχ. ἀποτέλεσμα, γαλλ. résultat, αγγλ. result]
ταυτοτικός
ταυτοτικός, ή, ό ταυ-το-τι-κός επίθ. 1. που αφορά τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας ατόμου ή ομάδας: ~ή: συνείδηση. ~ά: στοιχεία.2. ΜΑΘ. που έχει εισαγόμενο και εξαγόμενο με την ίδια τιμή: ~ός: μετασχηματισμός/πίνακας/τελεστής. ~ή: εξίσωση. ● ΣΥΜΠΛ.: ταυτοτική συνάρτηση/απεικόνιση: ΜΑΘ. συνάρτηση με τιμή ίση με την τιμή της μεταβλητής. [< αγγλ. identity function/mapping] [< αγγλ. identical]
τριγωνομετρικός
τριγωνομετρικός, ή, ό τρι-γω-νο-με-τρι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που σχετίζεται με την τριγωνομετρία: ~ός: κύκλος/τύπος. ~ή: μορφή/σειρά/υψομετρία. ~ό: δίκτυο/σημείο. ~οί: υπολογισμοί. ~ές: εξισώσεις/σχέσεις/ταυτότητες. ● ΣΥΜΠΛ.: τριγωνομετρικές συναρτήσεις & κυκλικές συναρτήσεις: οι έξι βασικές συναρτήσεις γωνίας ή τόξου: γραφική παράσταση ~ών ~ων., τριγωνομετρικοί αριθμοί: το σύνολο των έξι αριθμών που σχετίζονται με γωνία ή τόξο (ημίτονο, συνημίτονο, εφαπτομένη, συνεφαπτομένη, τέμνουσα και συντέμνουσα): χρήση ~ών ~ών για επίλυση προβλημάτων. [< γαλλ. trigonométrique, αγγλ. trigonometrical]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.