Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνέδριο συ-νέ-δρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: οργανωμένη συνάντηση προσώπων, συνήθ. επιστημόνων ή ειδικών σε ορισμένο τομέα, για παρουσίαση και συζήτηση απόψεων ή/και ερευνητικών πορισμάτων· συνεκδ. τα πρόσωπα που συμμετέχουν: αγροτικό/αναπτυξιακό/αρχαιολογικό/γλωσσολογικό/διεθνές/επιστημονικό/ετήσιο/θεματικό/ιατρικό/ιστορικό/οικονομικό/πανεργατικό/προπαρασκευαστικό (= προ~)/τακτικό ~. Ένα σημαντικό ~ καρδιολογίας/ψυχολογίας. ~ για/με θέμα ... Αφίσα/έναρξη/εργασίες/λήξη/οργάνωση/πρακτικά/πρόγραμμα/στόχος/συμπεράσματα/υλικό/ψήφισμα ~ίου. Εγγραφή/παρουσία/πιστοποιητικό συμμετοχής/πρόσκληση σε ~. Eρευνητής με συμμετοχές σε πολλά ~α. Ξενοδοχείο με αίθουσες ~ίων. Βλ. ημερίδα, συμπόσιο.|| (ΠΟΛΙΤ.) Ιδρυτικό ~. Το ~ του κόμματος έβγαλε/ψήφισε τον νέο αρχηγό του. ● ΣΥΜΠΛ.: εκλογοαπολογιστική συνέλευση βλ. εκλογοαπολογιστικός, Ελεγκτικό Συνέδριο βλ. ελεγκτικός [< αρχ. συνέδριον ‘σύνοδος, συνέλευση’, γαλλ. congrès]

εκλογοαπολογιστικός

εκλογοαπολογιστικός, ή, ό [ἐκλογοαπολογιστικός] ε-κλο-γο-α-πο-λο-γι-στι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: εκλογοαπολογιστική συνέλευση & εκλογοαπολογιστικό συνέδριο: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. κατά την οποία γίνεται απολογισμός της απερχόμενης Διοίκησης οργανισμού, ομοσπονδίας ή σωματείου και εκλέγεται καινούργια: ετήσια/τακτική ~ ~.

ελεγκτικός

ελεγκτικός, ή, ό [ἐλεγκτικός] ε-λε-γκτι-κός επίθ. (επίσ.): που σχετίζεται ή είναι επιφορτισμένος με την άσκηση ελέγχου: ~ός: οίκος/οργανισμός/φορέας. ~ή: αρμοδιότητα/επιτροπή/εταιρεία. ~ό: επάγγελμα/προσωπικό/συμβούλιο. ~ές: υπηρεσίες. ~ά: κέντρα/όργανα. ~ μηχανισμός για την εφαρμογή της μελέτης. Ο ~ ρόλος της Βουλής. Διεθνή ~ά πρότυπα. Βλ. εξ~. ● Ουσ.: ελεγκτική (η): ΟΙΚΟΝ. κλάδος που αναφέρεται στον καθορισμό αρχών, κανόνων, προτύπων για τη διενέργεια οικονομικού κυρ. ελέγχου: διοικητική ~. ~ και εσωτερικός έλεγχος. Χρηματοοικονομική και ~. Λογιστική-~. [< αγγλ. auditing] ● ΣΥΜΠΛ.: Ελεγκτικό Συνέδριο (ακρ. ΕΣ): ΝΟΜ. ανώτατο διοικητικό-δημοσιονομικό δικαστήριο και κρατικό όργανο με αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο των δημόσιων δαπανών και συμβάσεων καθώς και την εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων και υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημοσίων υπαλλήλων: πάρεδροι/σύμβουλοι του ~ού ~ίου.|| Το Ευρωπαϊκό ~ ~ (: θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ελέγχει τα έσοδα και τις δαπάνες της). [< γαλλ. Cour des Comptes] [< αρχ. ἐλεγκτικός]

ημερίδα

ημερίδα [ἡμερίδα] η-με-ρί-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος}: εκδήλωση η οποία διαρκεί μία ημέρα: αθλητική/ανοιχτή (: για το ευρύτερο κοινό)/διαδικτυακή/εκπαιδευτική/ενημερωτική/επιστημονική/πολιτιστική/πολιτική ~. Διοργάνωση/πρόγραμμα ~ας με θέμα ... Βλ. δι~, εσπερίδα. [< πβ. αρχ. ἡμερίς 'ήμερο αμπέλι', γαλλ. journée]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.