συνήθης , ης, ες συ-νή-θης επίθ. {ουδ. σύνηθες, γεν. συνήθ-ους | -εις (ουδ. -η)· συνηθέστ-ερος, -ατος} (λόγ.): που είναι συνηθισμένος, που δεν προκαλεί έκπληξη: ~ης: (μηχανικός) έλεγχος (βλ. τυπικός)/τόπος (διαμονής)/τρόπος (μετακίνησης)/τύπος (ασκήσεων). ~ης: δοσολογία (φαρμάκου)/πρακτική (δεκαετιών)/χρήση (κινητού). ~ες: αίτιο (της αλλεργίας)/λάθος (που κάνουν οι μαθητές)/φαινόμενο (οι σεισμοί στην Ελλάδα). Πβ. αναμενόμενος. ΑΝΤ. ασυνήθης, ασυνήθιστος (1), πρωτοφανέρωτος ● ΣΥΜΠΛ.: οι συνήθεις ύποπτοι βλ. ύποπτος ● ΦΡ.: κατά το σύνηθες: όπως είναι συνηθισμένο: Πράττω ~ ~. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν, ~ ~, κεκλεισμένων των θυρών. Πβ. κατά το ειωθός/τα ειωθότα. [< αρχ. συνήθης]
ύποπτος
ύποπτος, η, ο [ὕποπτος] ύ-πο-πτος επίθ.: που προκαλεί υποψίες συνήθ. ότι είναι παράνομος, ανήθικος ή αξιόμεμπτος: ~η: δράση/στάση/συμπεριφορά. ~ο: άτομο/περιστατικό. ~ες: δοσοληψίες/δουλειές/ενέργειες/ιστοσελίδες/κινήσεις/μεθοδεύσεις/συμπτώσεις/συναλλαγές. || ~α: κρούσματα (γρίπης, κορονοϊού)/συμπτώματα (: με πολλές πιθανότητες). || Προϊόντα ~ης προέλευσης. Θεωρείται ~ για ... Μου φαίνεται ~ο το γεγονός ότι ...|| ~ες: παρέες. ~α: στέκια. Πβ. κακόφημος.|| (ως ουσ.) Ανακρίνουν τους υπόπτους. Κράτηση/παρακολούθηση/σύλληψη υπόπτου. Ο βασικός/κύριος ~ για τη δολοφονία/ληστεία. ~ εμπρησμού. Βλ. καχ~, φιλ~. ● επίρρ.: ύποπτα & (λόγ.) υπόπτως ● ΣΥΜΠΛ.: οι συνήθεις ύποπτοι: πρόσωπα που εμπλέκονται σε κάποια αξιόποινη πράξη ή θεωρούνται ύποπτα για αυτή· κατ' επέκτ. για όποιον ή ό,τι αναμένεται να συσχετιστεί με συγκεκριμένη κατάσταση, δραστηριότητα: Οι έρευνες της Αστυνομίας στρέφονται στους συνήθεις υπόπτους. Βλ. γνωστοί-άγνωστοι.|| Το κάπνισμα και το άγχος είναι ~ ~ για καρδιαγγειακά νοσήματα.|| (ΑΘΛ.) Σκόρερ ο συνήθης ύποπτος ... [< αγγλ. usual suspects, 1942] [< αρχ. ὕποπτος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.