Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συναισθηματικός , ή, ό συ-ναι-σθη-μα-τι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στο συναίσθημα ή προκαλείται από αυτό: ~ός: εκβιασμός/κόσμος/τομέας. ~ή: αγωγή/ανάπτυξη/αξία/απάθεια/αστάθεια/εικόνα/έκφραση/εμπλοκή/ένταση/επάρκεια/ζωή/ισορροπία (= ψυχική)/κατανόηση/κατάσταση/συμμετοχή/ταύτιση (= ενσυναίσθηση)/φόρτιση. ~ό: βάρος (= ψυχολογικό)/επίπεδο/κενό/στρες/φορτίο. ~ές: ανάγκες/εξάρσεις. Ανάμεσά τους υπάρχει έντονο ~ό δέσιμο.|| (ΨΥΧΙΑΤΡ.) ~ή υπερφαγία. 2. ευαίσθητος: ~ός: άνθρωπος/τύπος/χαρακτήρας (βλ. αισθηματίας).|| ~ή: αντίδραση/ψυχή. ● Ουσ.: συναισθηματικά (τα): οι ερωτικές σχέσεις και γενικότ. οι ερωτικές υποθέσεις: αλλαγές/ένταση/εξελίξεις/προβλήματα στα ~ της. ΣΥΝ. αισθηματικά (τα) ● επίρρ.: συναισθηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εποχική συναισθηματική διαταραχή βλ. διαταραχή, συναισθηματική νοημοσύνη βλ. νοημοσύνη, συναισθηματική στέρηση βλ. στέρηση [< γαλλ. sentimental]

διαταραχή

διαταραχή δι-α-τα-ρα-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ανωμαλία στη λειτουργία του οργανισμού: γλωσσική/νευρολογική/ορμονική/στομαχική ~. Βαριά/ελαφρά ~. ~ μετατραυματικού στρες. Διατροφικές (βλ. βουλιμία, νευρική ανορεξία)/επίκτητες/κινητικές/κληρονομικές/σεξουαλικές (: δυσλειτουργίες και παρεκκλίσεις, παραφιλίες) ~ές. ~ές της διάθεσης (= συναισθηματικές ~ές, βλ. κυκλοθυμία)/του λόγου/του μεταβολισμού/της μνήμης/της προσωπικότητας (βλ. μανιοκατάθλιψη)/της συμπεριφοράς/του ύπνου (βλ. άπνοια, παραϋπνίες, υπνολαλία). 2. διατάραξη: ~ της δημόσιας τάξης/της οικολογικής ισορροπίας/των σχέσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: αναπτυξιακές διαταραχές & δυσκολίες: ΙΑΤΡ. που σχετίζονται με τη μη φυσιολογική εξέλιξη της οργανικής ή/και ψυχοκινητικής ανάπτυξης του παιδιού: ειδικές ~ ~ (: που αφορούν συγκεκριμένες δεξιότητες). ~ ~ της κινητικής λειτουργίας/του λόγου. Βλ. μαθησιακές δυσκολίες.|| Διάχυτες ~ ~ (: που αναφέρονται σε πολλαπλές βασικές ικανότητες, ακρ. ΔΑΔ). Βλ. αυτισμός, σύνδρομο (του) Άσπεργκερ. [< αγγλ. developmental disorders] , εποχική συναισθηματική διαταραχή & μελαγχολία του χειμώνα: ΨΥΧΟΛ. -ΨΥΧΙΑΤΡ. μορφή κατάθλιψης που προκαλείται από την έλλειψη ηλιοφάνειας κατά τους χειμερινούς μήνες. Βλ. φωτοθεραπεία. [< αγγλ. seasonal affective disorder (SAD), 1983] , οριακή διαταραχή προσωπικότητας & μεθοριακή/μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας: ΨΥΧΟΛ. -ΨΥΧΙΑΤΡ. κοινή διαταραχή προσωπικότητας, που χαρακτηρίζεται από συναισθηματική αστάθεια, ευερεθιστότητα και άγχος. Βλ. νεύρωση, ψύχωση. [< αγγλ. borderline personality disorder, 1980] , ψυχική/διανοητική διαταραχή: ΨΥΧΙΑΤΡ. που επηρεάζει τις ανώτερες λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος με επιπτώσεις στη συμπεριφορά ή στο επίπεδο λειτουργικότητας του ατόμου. Βλ. άγχος, κατάθλιψη, ψυχική ασθένεια. [< αγγλ. mental disorder] , αισθητηριακές διαταραχές βλ. αισθητηριακός, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής βλ. ελλειμματικός, διαταραχή μετατροπής βλ. μετατροπή, διαταραχή πανικού βλ. πανικός, διπολική διαταραχή βλ. διπολικός, δυσθυμική διαταραχή βλ. δυσθυμικός, ηλεκτρολυτικές διαταραχές βλ. ηλεκτρολυτικός, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή βλ. ιδεοψυχαναγκαστικός, μαθησιακές δυσκολίες βλ. μαθησιακός, μετατραυματικό στρες/σύνδρομο βλ. μετατραυματικός, μονοπολική διαταραχή/κατάθλιψη βλ. μονοπολικός, σωματόμορφες διαταραχές βλ. σωματόμορφος [< μτγν. διαταραχή ‘αναστάτωση, σύγχυση’, γαλλ. trouble, 19ος αι., αγγλ. disorder]

νοημοσύνη

νοημοσύνη νο-η-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. -ΠΑΙΔΑΓ. ικανότητα του ατόμου να καταλαβαίνει και να διαχειρίζεται αφηρημένες έννοιες, να μαθαίνει, να αντιμετωπίζει νέες ή δύσκολες και πολύπλοκες καταστάσεις και να επιλύει προβλήματα, αξιοποιώντας προηγούμενες εμπειρίες: ανάπτυξη της ~ης. Αξιολόγηση/μέτρηση της ~ης (παιδιών και εφήβων) (βλ. τεστ ~ης). Άτομο με μειωμένη/μέση/φυσιολογική/χαμηλή/υψηλή ~. Πβ. ευφυΐα.|| (είδη ~ης:) Γλωσσική ή λεκτική/διαπροσωπική/ενδοπροσωπική/λογική-μαθηματική/μουσική/σωματική-κιναισθητική/χωρική ~ (: θεωρία της πολλαπλής ~ης). 2. (προφ.) εξυπνάδα: Δηλώσεις/εκπομπές/ενέργειες που προσβάλλουν/υποτιμούν τη ~ μας/των θεατών/των πολιτών. Αμφιβάλλω για τη ~ του. 3. ΠΛΗΡΟΦ. η ικανότητα μιας μηχανής να επιλύει προβλήματα και να εκτελεί γνωστικές λειτουργίες, αναπαράγοντας ανθρώπινες νοητικές δραστηριότητες (σκεπτόμενες μηχανές): υπολογιστική ~. Βλ. -οσύνη. ● ΣΥΜΠΛ.: δείκτης νοημοσύνης & δείκτης ευφυΐας: ΨΥΧΟΛ. ο οποίος δηλώνει τη νοητική ικανότητα ενός ατόμου σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό και προκύπτει από συγκεκριμένο τεστ ευφυΐας. ΣΥΝ. άι-κιου [< αγγλ. intelligence quotient, 1913, (IQ), 1920] , συναισθηματική νοημοσύνη & συναισθηματική ευφυΐα: ΨΥΧΟΛ. η ικανότητα κάποιου να αναγνωρίζει, να κατανοεί και να χειρίζεται αποτελεσματικά τα συναισθήματα τόσο τα δικά του όσο και των άλλων. [< αγγλ. emotional intelligence, 1938] , τεστ νοημοσύνης & τεστ ευφυΐας: ΨΥΧΟΛ. που γίνεται για τον προσδιορισμό του βαθμού νοητικής ανάπτυξης ενός ατόμου: βαθμολογία/επιδόσεις σε ~ ~. Υποβλήθηκε σε ~ ~. [< αγγλ. intelligence/ΙQ test, 1913] , τεχνητή νοημοσύνη/(σπάν.) ευφυΐα: ΠΛΗΡΟΦ. η ικανότητα μηχανήματος να μιμείται τον άνθρωπο ως προς την ευφυΐα· κλάδος της Πληροφορικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο την ενεργοποίηση τέτοιας συμπεριφοράς σε υπολογιστές: προηγμένη ~ ~. Εφαρμογές ~ής ~ης. ~ ~ και έμπειρα/ευφυή συστήματα. [< αγγλ. artificial intelligence, 1955] [< γαλλ.-αγγλ. intelligence]

στέρηση

στέρηση στέ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. αφαίρεση ορισμένου, συνήθ. αναγκαίου, αγαθού που ανήκει σε κάποιον: μερική/προσωρινή/συνολική/υποχρεωτική ~. Αυθαίρετη/βίαιη ~ της ελευθερίας. ~ άδειας (κυκλοφορίας/οδήγησης)/αξιώματος/διακοπών/της δικαιοπρακτικής ικανότητας/εισόδου στους αγωνιστικούς χώρους/εξόδου (: στον στρατό)/θέσης (: επαγγελματικής)/ιδιοκτησίας/ιθαγένειας/του λόγου/μισθού/περιουσίας/ψήφου/της χρήσης του ακινήτου. Διάρκεια/ποινή/χρόνος ~ης. Καταδικάστηκε σε/τιμωρήθηκε με/του επιβλήθηκε ~ των πολιτικών του δικαιωμάτων. Η αντιαθλητική συμπεριφορά επισύρει ~ της φιλάθλου ιδιότητας. (ΝΟΜ.) Υπάγεται/υπόκειται στις ~ήσεις του άρθρου ... του νόμου ...|| ~ της αγάπης/απόλαυσης/χαράς. ~ ερεθισμάτων. Πβ. απο~.|| ~ της όρασης (= τύφλωση). 2. έλλειψη αναγκαίου στοιχείου, απαραίτητων αγαθών: παρατεταμένη/πλήρης ~. ~ βιταμινών/νερού/τροφής. Συμπτώματα/φαινόμενα ~ης. Υποφέρει από χρόνια ~ ύπνου. (σε διαφημίσεις δίαιτας) Αδυνατίστε τρώγοντας, χωρίς ~ήσεις.|| (ειδικότ.) Σεξουαλική ~. Βλ. αγαμία.στερήσεις (οι): φτώχεια, ανέχεια, κακουχία: ζωή γεμάτη/όλο ~. Ζει μέσα στη/σε μεγάλη στέρηση. Έζησε με/πέρασε πολλές/σπούδασε με ~. Μεγάλωσα τα παιδιά μου με κόπους και ~. ● ΣΥΜΠΛ.: συναισθηματική στέρηση: ΨΥΧΟΛ. απουσία ή ανεπάρκεια αγάπης προς το παιδί από την οικογένεια ή γενικότ. από το άτομο που είναι υπεύθυνο για την ανατροφή του., σύνδρομο στέρησης/στερητικό σύνδρομο: ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. σύνολο οδυνηρών συμπτωμάτων που οφείλονται στη διακοπή λήψης εξαρτησιογόνων ουσιών: ~ ~ αλκοόλ/νικοτίνης. Πάσχει από ~ ~.|| (προφ.) Χάλασε η τηλεόραση/ο υπολογιστής μου κι έχω πάθει ~ ~. [< αγγλ. abstinence syndrome, 1931, withdrawal syndrome] [< αρχ. στέρησις, γαλλ. privation, αγγλ. deprivation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.