Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνακόλουθος , η, ο συ-να-κό-λου-θος επίθ. (λόγ.) 1. που προκύπτει ως λογική συνέχεια κάποιου που προηγείται: ~ος: κατακερματισμός (δυνάμεων). ~η: αύξηση (της απασχόλησης/της προσφοράς)/απώλεια (βάρους/κερδών). ΣΥΝ. επακόλουθος 2. συνεπής, αντίστοιχος: έργο/πρόγραμμα ~ο με/προς τις ιδεολογικές αρχές του κόμματος. ΑΝΤ. ανακόλουθος, αναντίστοιχος, ασυνεπής (2) ● Ουσ.: συνακόλουθο (το): επίπτωση, επακόλουθο: με όλα τα ~α (= συνεπακόλουθα). Τα ~α της παχυσαρκίας/φτώχειας. Η ανεργία έχει ως ~ την ... Πβ. απόρροια, παρεπόμενα, συμπαρομαρτούντα. ΣΥΝ. παρακολούθημα (1) ● επίρρ.: συνακόλουθα & (λόγ.) συνακολούθως [< αρχ. συνακόλουθος 'που αποτελεί ζευγάρι με κάποιον']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.