συναντώ [συναντῶ] συ-να-ντώ ρ. (μτβ.) {συναντ-άς ..., -ώντας | συνάντ-ησα, -ώμαι (συνήθ. προφ.) -ιέμαι, -άται κ. -ιέται ..., -ήθηκα, -ηθεί, (λόγ.) -ώμενος} & συναντάω 1. βρίσκω κάποιον τυχαία ή ύστερα από συνεννόηση· ειδικότ. συμμετέχω σε συγκέντρωση προσώπων ή φορέων για συγκεκριμένο σκοπό: ~ιόμαστε σε εβδομαδιαία/καθημερινή/μηνιαία βάση. Τον ~ησα στον δρόμο/στο λεωφορείο/στις διακοπές.|| Οι εκπρόσωποι των δήμων ~ήθηκαν για την επίλυση των προβλημάτων τους.|| Σε συμπάθησα από την πρώτη φορά που σε ~ησα (= γνώρισα).|| (μτφ.) Οι ματιές/τα βλέμματά μας ~ήθηκαν (πβ. διασταυρώθηκαν). Στα έθιμα της περιοχής ο μύθος ~ά την ιστορία.|| (προφ.) Το σπίτι μου βρίσκεται λίγο πριν ~ήσεις (: βρεις) την εκκλησία. ΣΥΝ. ανταμώνω 2. ΑΘΛ. αναμετριέμαι, αντιμετωπίζω: ~ σε διεθνή/επίσημο/φιλικό αγώνα. Στον ημιτελικό η ομάδα θα ~ηθεί με την ...3. βρίσκομαι αντιμέτωπος με κάτι, συνήθ. αρνητικό ή δύσκολο: ~ησε αντιδράσεις/αντίσταση/απροθυμία/εμπόδια/καχυποψία/προβλήματα/(δυσμενείς) συνθήκες.|| (προφ.) Δεν ~άς ευκαιρίες τόσο συχνά στη ζωή σου. ● συναντάται: υπάρχει, εμφανίζεται, απαντάται: Έθιμα/συνήθειες που ~ιούνται σε παλιότερες εποχές. ● ΦΡ.: τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται/συναντιούνται! (προφ.): για περιπτώσεις στις οποίες οι σκέψεις ή απόψεις δύο προσώπων ταυτίζονται· (ειδικότ.-χιουμορ.) για δήλωση κοινού τρόπου σκέψης ανάμεσα σε ανθρώπους που θεωρούν τους εαυτούς τους ευφυείς. [< γαλλ. les grands esprits se rencontrent] [< αρχ. συναντῶ, γαλλ. se rencontrer]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.