Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συναπαρτίζω συ-να-παρ-τί-ζω ρ. (μτβ.) {-εται, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): συγκροτώ ομάδα ή σύνολο από κοινού με άλλα πρόσωπα ή στοιχεία: Κράτη-μέλη που ~ουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκθέσεις, παραστάσεις και συναυλίες ~ουν το πλούσιο πρόγραμμα του φεστιβάλ. Το Πανεπιστήμιο ~εται από σχολές και ανεξάρτητα τμήματα. Πβ. συνθέτω. ΣΥΝ. συναποτελώ [< μτγν. συναπαρτίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.