Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνδιάσκεψη συν-δι-ά-σκε-ψη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): επίσημη συνάντηση διεθνών, κρατικών, τοπικών εκπροσώπων ή κομματικών στελεχών με σκοπό τη συζήτηση και τη ρύθμιση αντίστοιχων προβλημάτων: εθνική/έκτακτη/ετήσια/θεματική/πανελλαδική/περιφερειακή/προσυνεδριακή ~. Βαλκανική ~ ειρήνης. ~ κορυφής για τα πυρηνικά (πβ. συμβούλιο κορυφής). Διεθνής ~ με θέμα τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Παγκόσμια ~ για το κλίμα. Πβ. διά-, σύ-σκεψη. Βλ. συνέδριο, τηλε~. [< μεσν. συνδιάσκεψις, γαλλ. conférence]

συνέδριο

συνέδριο συ-νέ-δρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: οργανωμένη συνάντηση προσώπων, συνήθ. επιστημόνων ή ειδικών σε ορισμένο τομέα, για παρουσίαση και συζήτηση απόψεων ή/και ερευνητικών πορισμάτων· συνεκδ. τα πρόσωπα που συμμετέχουν: αγροτικό/αναπτυξιακό/αρχαιολογικό/γλωσσολογικό/διεθνές/επιστημονικό/ετήσιο/θεματικό/ιατρικό/ιστορικό/οικονομικό/πανεργατικό/προπαρασκευαστικό (= προ~)/τακτικό ~. Ένα σημαντικό ~ καρδιολογίας/ψυχολογίας. ~ για/με θέμα ... Αφίσα/έναρξη/εργασίες/λήξη/οργάνωση/πρακτικά/πρόγραμμα/στόχος/συμπεράσματα/υλικό/ψήφισμα ~ίου. Εγγραφή/παρουσία/πιστοποιητικό συμμετοχής/πρόσκληση σε ~. Eρευνητής με συμμετοχές σε πολλά ~α. Ξενοδοχείο με αίθουσες ~ίων. Βλ. ημερίδα, συμπόσιο.|| (ΠΟΛΙΤ.) Ιδρυτικό ~. Το ~ του κόμματος έβγαλε/ψήφισε τον νέο αρχηγό του. ● ΣΥΜΠΛ.: εκλογοαπολογιστική συνέλευση βλ. εκλογοαπολογιστικός, Ελεγκτικό Συνέδριο βλ. ελεγκτικός [< αρχ. συνέδριον ‘σύνοδος, συνέλευση’, γαλλ. congrès]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.