συνδιάσκεψη συν-δι-ά-σκε-ψη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): επίσημη συνάντηση διεθνών, κρατικών, τοπικών εκπροσώπων ή κομματικών στελεχών με σκοπό τη συζήτηση και τη ρύθμιση αντίστοιχων προβλημάτων: εθνική/έκτακτη/ετήσια/θεματική/πανελλαδική/περιφερειακή/προσυνεδριακή ~. Βαλκανική ~ ειρήνης. ~ κορυφής για τα πυρηνικά (πβ. συμβούλιο κορυφής). Διεθνής ~ με θέμα τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Παγκόσμια ~ για το κλίμα. Πβ. διά-, σύ-σκεψη. Βλ. συνέδριο, τηλε~. [< μεσν. συνδιάσκεψις, γαλλ. conférence]
συνέδριο
συνέδριο συ-νέ-δρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: οργανωμένη συνάντηση προσώπων, συνήθ. επιστημόνων ή ειδικών σε ορισμένο τομέα, για παρουσίαση και συζήτηση απόψεων ή/και ερευνητικών πορισμάτων· συνεκδ. τα πρόσωπα που συμμετέχουν: αγροτικό/αναπτυξιακό/αρχαιολογικό/γλωσσολογικό/διεθνές/επιστημονικό/ετήσιο/θεματικό/ιατρικό/ιστορικό/οικονομικό/πανεργατικό/προπαρασκευαστικό (= προ~)/τακτικό ~. Ένα σημαντικό ~ καρδιολογίας/ψυχολογίας. ~ για/με θέμα ... Αφίσα/έναρξη/εργασίες/λήξη/οργάνωση/πρακτικά/πρόγραμμα/στόχος/συμπεράσματα/υλικό/ψήφισμα ~ίου. Εγγραφή/παρουσία/πιστοποιητικό συμμετοχής/πρόσκληση σε ~. Eρευνητής με συμμετοχές σε πολλά ~α. Ξενοδοχείο με αίθουσες ~ίων. Βλ. ημερίδα, συμπόσιο.|| (ΠΟΛΙΤ.) Ιδρυτικό ~. Το ~ του κόμματος έβγαλε/ψήφισε τον νέο αρχηγό του. ● ΣΥΜΠΛ.: εκλογοαπολογιστική συνέλευση βλ. εκλογοαπολογιστικός, Ελεγκτικό Συνέδριο βλ. ελεγκτικός [< αρχ. συνέδριον ‘σύνοδος, συνέλευση’, γαλλ. congrès]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.