Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνδικαλίζομαι συν-δι-κα-λί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {συνδικαλί-στηκα (λόγ.) -σθηκα, συνδικαλιζ-όμενος, συνδικαλι-σμένος | σπάν. στην ενεργ. φωνή συνδικαλίζ-ω}: ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό, κυρ. συμμετέχοντας σε συνδικαλιστική οργάνωση: ~ονται οι εργαζόμενοι. ~σμένοι: αγρότες/υπάλληλοι. Ένστολοι ~όμενοι.|| Η παράταξη ~ει τους νεοεισερχόμενους φοιτητές. ● ΣΥΜΠΛ.: η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι & το συνδικαλίζεσθαι: συνδικαλιστική ελευθερία. [< γαλλ. (se) syndicaliser, 1926]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.