Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια συν-δι-κα-λι-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.): εκλεγμένος εκπρόσωπος των εργαζομένων σε συνδικαλιστική οργάνωση ενός κλάδου: παλαίμαχος ~. (μειωτ.) Κρατικοδίαιτοι/κυβερνητικοί ~ές. Βλ. αγροτο~. [< γαλλ. syndicaliste, 1875]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.