Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνδικαλιστικός , ή, ό συν-δι-κα-λι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον συνδικαλισμό ή τον συνδικαλιστή: ~ός: αγώνας/εκπρόσωπος/λόγος/φορέας. ~ή: άδεια/ασυλία/δράση/ηγεσία. ~ό: δικαίωμα/καθήκον/όργανο/στέλεχος/σωματείο. ~ές: ενώσεις/παρατάξεις. Το ~ό κίνημα.|| Πρωτοβάθμια/δευτεροβάθμια (βλ. Εργατικό Κέντρο, ομοσπονδία)/τριτοβάθμια ~ή οργάνωση. ● επίρρ.: συνδικαλιστικά ● ΣΥΜΠΛ.: συνδικαλιστική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των εργαζομένων να συμμετέχουν σε συνδικάτα και να προασπίζουν τα επαγγελματικά τους συμφέροντα. ΣΥΝ. η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι [< γαλλ. syndicaliste]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.