Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνειδησιακός , ή, ό συ-νει-δη-σι-α-κός επίθ.: που αναφέρεται στη συνείδηση: ~ός: έλεγχος. ~ή: κρίση/σύγκρουση. ~ό: δίλημμα/πρόβλημα. Βλ. ηθικός.|| ~ή: αλλαγή/κατάσταση (= συνειδητότητα). Βλ. αντιληπτικός. ● επίρρ.: συνειδησιακά

αντιληπτικός

αντιληπτικός, ή, ό [ἀντιληπτικός] α-ντι-λη-πτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αντίληψη: ~ή: διαδικασία. Μειωμένη ~ή ικανότητα. Διαταραχές ~ού τύπου. Πβ. αισθητηριακός, νοητικός. Βλ. συναισθηματικός. ● επίρρ.: αντιληπτικά [< μτγν. ἀντιληπτικός]

ηθικός

ηθικός, ή, ό [ἠθικός] η-θι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην ηθική και το ήθος· ειδικότ. που σχετίζεται με ή απορρέει από τις έννοιες του καλού και του κακού, του σωστού και του λάθους, του πρέποντος και του μη πρέποντος, όπως αυτές επιβάλλονται από τον άγραφο νόμο ή τη συνείδηση του καθενός: ~ός: σχετικισμός. ~ή: αγωγή/ανάπτυξη (: διάπλαση χαρακτήρα, διαπαιδαγώγηση)/ανωτερότητα/(ΝΟΜ.) αυτουργία/διδασκαλία/επιβεβαίωση/Θεολογία/κατάπτωση/μόλυνση/Φιλοσοφία. ~ό: σύστημα. ~οί: κανόνες. ~ές: αξίες/διαστάσεις/προεκτάσεις. ~ά: κίνητρα. Είναι ~ών αρχών (= ~ός). Δεν έχει ~ούς δισταγμούς/ενδοιασμούς/φραγμούς. Εξετάζω/κρίνω κάτι από ~ής πλευράς/σκοπιάς. Η ~ή συνείδηση (ή σπανιότ. αίσθηση)/υπόσταση του ανθρώπου. Το ~ό δικαίωμα του δημιουργού (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Φέρει τεράστια (νομική/πολιτική και) ~ή ευθύνη. Έχω την ~ή υποχρέωση/~ό χρέος (/καθήκον) να τον βοηθήσω. Ανέλαβε την ~ή δέσμευση να ... Η ανθρωπιστική δράση είναι ~ή επιταγή. Βλ. βιο~, μετα~. 2. (ειδικότ.) ενάρετος, καλός, τίμιος: ~ός: άνθρωπος/πολιτικός. Είναι ~ό στοιχείο (= ~ χαρακτήρας).|| ~ή: συμπεριφορά. ~ές: πράξεις. Πβ. αγνός, ακέραιος, δίκαιος, εγκρατής, σεμνός, χρηστός. Βλ. αισχρός, διεφθαρμένος, φαύλος. ΑΝΤ. ανήθικος 3. που σχετίζεται με τον ψυχικό κόσμο κάποιου ή την προσωπικότητά του ή που έχει συναισθηματική αξία: ~ή: ανωτερότητα. ~ές: αρετές. ~ά: προτερήματα/χαρίσματα. Πβ. ψυχοπνευματικός.|| ~ή: αμοιβή/(υπο)στήριξη (ΑΝΤ. υλική, χρηματική). ~ή: νίκη. ● επίρρ.: ηθικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηθική ικανοποίηση: αίσθημα δικαιοσύνης και ευχαρίστησης για καλή πράξη ή θετική κατάληξη αγώνα ή φιλοδοξίας: Αισθάνομαι/νιώθω (μεγάλη) ~ ~. Η ~ ~ θα είναι η μοναδική ανταμοιβή μας. Βλ. αγαθοεργία. [< γαλλ. satisfaction morale] , ηθικός κώδικας/νόμος: το σύνολο των άγραφων και άτυπων κανόνων ηθικής που επικρατούν σε μια κοινωνία. Πβ. φυσικό δίκαιο. [< γαλλ. code/loi morale] , ηθική αποζημίωση βλ. αποζημίωση, ηθική βλάβη βλ. βλάβη, ηθική παρενόχληση βλ. παρενόχληση, ηθικής τάξης/τάξεως βλ. τάξη, ηθικό ανάστημα βλ. ανάστημα, ηθικό δίδαγμα βλ. δίδαγμα, ηθικός κίνδυνος βλ. κίνδυνος, ηθικός πανικός βλ. πανικός, ηθικός τουρισμός βλ. τουρισμός, ηθικός/έμμεσος αυτουργός βλ. αυτουργός ● βλ. ηθικό [< αρχ. ἠθικός ‘σχετικός με την ηθική, εκφραστικός, ευγενικός’, γαλλ. moral, éthique, αγγλ. ethical]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.