συνειδητοποιώ [συνειδητοποιῶ] συ-νει-δη-το-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {συνειδητοποι-είς ..., -ώντας | συνειδητοποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: αποκτώ συνείδηση γεγονότων, καταστάσεων: ~ τις διαστάσεις (ενός ζητήματος)/τον κίνδυνο/την κρισιμότητα (των περιστάσεων). ~ κάτι σε όλη του την έκταση/σε όλο του το μέγεθος. Ακόμα να ~ήσω ότι είμαστε σε διακοπές. Δυσκολεύεται να ~ήσει (= να αποδεχτεί) τον θάνατο της γυναίκας του. ~ησα πλήρως την κατάσταση. Μόλις ~ησε τι είχε συμβεί, άρχισε να φωνάζει. Χρειάζεται να ~ηθεί ότι ... Βλ. -ποιώ. ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1), καταλαβαίνω (1), κατανοώ (1) ● Μτχ.: συνειδητοποιημένος , η, ο: που έχει επίγνωση των υποχρεώσεων, των δυνατοτήτων, των πράξεών του: (για πρόσ.) ~ος: αγωνιστής/αναγνώστης/επιστήμονας/καταναλωτής/οπαδός (ιδεολογίας, κόμματος)/πολίτης/ψηφοφόρος. ~ο: κοινό. Πβ. ενσυνείδητος.|| (κατ' επέκτ.) ~η: επιλογή. ΑΝΤ. ασυναίσθητος. [< γαλλ. prendre conscience]
-ποιώ
-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~.2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.