Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνεντευξιαζόμενος συ-νε-ντευ-ξι-α-ζό-με-νος ουσ. (αρσ.) {θηλ. συνεντευξιαζόμενη}: το πρόσωπο που ερωτάται στα πλαίσια συνέντευξης, που δίνει συνέντευξη: οι απαντήσεις του ~ου. Ο ~ είναι εξέχουσα προσωπικότητα των γραμμάτων.|| (ως μτχ.) ~ ο υπουργός δήλωσε ότι ... Βλ. συνεντευκτής. [< αγγλ. interviewee, γαλλ. interviewé]

συνεντευκτής

συνεντευκτής συ-νε-ντευ-κτής ουσ. (αρσ.), συνεντεύκτρια (η) & συνεντευξιαστής: το πρόσωπο που παίρνει συνέντευξη για πρόσληψη, δημοσκόπηση, έρευνα ή τον Τύπο: Ο ~ θέτει το γενικό πλαίσιο της συζήτησης. Βλ. δημοσιογράφος, δημοσκόπος, συνεντευξιαζόμενος. [< πβ. μεσν. συνεντευκτής 'που είναι παρών μαζί με άλλους΄, αγγλ. interviewer, γαλλ. ~, 1963]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.