Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνεπώνυμος , η, ο συ-νε-πώ-νυ-μος επίθ. (λόγ.): (για πρόσ.) που έχει το ίδιο επίθετο με άλλον ή (για επιχείρηση) που έχει κοινή επωνυμία με άλλη: ~ος: ξάδελφος. ~ο: πρόσωπο. Ουδεμία σχέση έχει με τη ~ή της γνωστή ηθοποιό. Βλ. συνονόματος, -ώνυμος. [< μεσν. συνεπώνυμος]

συνονόματος

συνονόματος, η, ο συ-νο-νό-μα-τος επίθ. (προφ.): που έχει το ίδιο όνομα ή/και επώνυμο με άλλο πρόσωπο: Mε τον παππού μου είμαστε ~οι. Βλ. συνεπώνυμος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.