Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνεργός συ-νερ-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΝΟΜ. πρόσωπο συνυπεύθυνο για τέλεση αξιόποινης πράξης: άμεσος/απλός ~. ~ σε φόνο. Αναζητείται/συνελήφθη ο φερόμενος ως ~. Προσωρινά κρατούμενη η ~ του ... Στον ανακριτή/στον εισαγγελέα/στη φυλακή οδηγείται αύριο ο ~ του ... Στο στόχαστρο (της αντιτρομοκρατικής) τρεις ~οί του κατηγορουμένου. Έρευνες για πιθανούς ~ούς. Πβ. συναυτουργός.|| (κατ' επέκτ.) ~ στη διαφθορά είναι και ο αδιάφορος πολίτης. Πβ. συνένοχος. [< πβ. αρχ. συνεργός ‘που εργάζεται μαζί’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.