συνεταιρικός , ή, ό συ-νε-ται-ρι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε συνεταιρισμό ή σε συνεταίρους: ~ή: ένωση. ~ά: προϊόντα. ΣΥΝ. συνεταιριστικός.|| ~ός: θίασος/οργανισμός. ~ή: βιοτεχνία/(εμπορική) επιχείρηση. ~ό: (δικηγορικό) γραφείο/κεφάλαιο. Βλ. συνεργατικός. ● επίρρ.: συνεταιρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]
συνεργατικός
συνεργατικός, ή, ό συ-νερ-γα-τι-κός επίθ.: που γίνεται ή επιτυγχάνεται μέσω συνεργασίας: ~ός: σχεδιασμός/χαρακτήρας (της επιχείρησης). ~ή: ανάγνωση/διαδικασία/δράση/έρευνα/εταιρεία/μάθηση/παραγωγή/προσέγγιση/προσπάθεια. ~ό: έργο/ίδρυμα/κίνημα/περιβάλλον/πλαίσιο/πρόγραμμα/σύστημα.|| ~ή: διάθεση/στάση/συμπεριφορά. Πβ. συνεργάσιμος. ● ΣΥΜΠΛ.: συνεργατική συγγραφή κειμένων: κείμενα που γράφονται στο διαδίκτυο ταυτόχρονα από πολλούς συγγραφείς-χρήστες κοινών ιστότοπων με τη χρήση συνήθ. λογισμικού ανοιχτού κώδικα, όπου ο καθένας καταθέτει την προσωπική του γνώση, έτσι ώστε να μπορούν όλοι να τη μοιραστούν. [< γαλλ. coopératif]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.