Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνεταιρικός , ή, ό συ-νε-ται-ρι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε συνεταιρισμό ή σε συνεταίρους: ~ή: ένωση. ~ά: προϊόντα. ΣΥΝ. συνεταιριστικός.|| ~ός: θίασος/οργανισμός. ~ή: βιοτεχνία/(εμπορική) επιχείρηση. ~ό: (δικηγορικό) γραφείο/κεφάλαιο. Βλ. συνεργατικός. ● επίρρ.: συνεταιρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]

συνεργατικός

συνεργατικός, ή, ό συ-νερ-γα-τι-κός επίθ.: που γίνεται ή επιτυγχάνεται μέσω συνεργασίας: ~ός: σχεδιασμός/χαρακτήρας (της επιχείρησης). ~ή: ανάγνωση/διαδικασία/δράση/έρευνα/εταιρεία/μάθηση/παραγωγή/προσέγγιση/προσπάθεια. ~ό: έργο/ίδρυμα/κίνημα/περιβάλλον/πλαίσιο/πρόγραμμα/σύστημα.|| ~ή: διάθεση/στάση/συμπεριφορά. Πβ. συνεργάσιμος. ● ΣΥΜΠΛ.: συνεργατική συγγραφή κειμένων: κείμενα που γράφονται στο διαδίκτυο ταυτόχρονα από πολλούς συγγραφείς-χρήστες κοινών ιστότοπων με τη χρήση συνήθ. λογισμικού ανοιχτού κώδικα, όπου ο καθένας καταθέτει την προσωπική του γνώση, έτσι ώστε να μπορούν όλοι να τη μοιραστούν. [< γαλλ. coopératif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.