Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνεταιριστικός , ή, ό συ-νε-ται-ρι-στι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε συνεταιρισμό: ~ός: θεσμός/νόμος/χάρτης (της χώρας). ~ή: ένωση/εταιρεία/μερίδα (: το χρηματικό ποσό με το οποίο κάθε μέλος συμμετέχει στο κεφάλαιο του συνεταιρισμού)/οικονομία/πρακτική. ~ό: δίκαιο/ελαιοτριβείο/εμπόριο/κίνημα/πνεύμα/σύστημα. ~οί: οργανισμοί/φορείς. ~ές: οργανώσεις/τράπεζες. ~ά: κεφάλαια/προϊόντα. [< γαλλ. coopératif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.