συνεχόμενος , η, ο συ-νε-χό-με-νος επίθ.: που είναι συνεχής, που συνεχίζει μετά από κάτι χωρίς κενά ή διακοπές: ~ος: ήχος (= διαρκής).|| ~ος: μήνας/όροφος/τίτλος. ~η: ήττα/νίκη. ~ο: ματς. ~α: δωμάτια/(αθλητικά) παιχνίδια. Κτίσμα ~ο με τον κυρίως ναό. Για τρίτη ~η φορά/χρονιά αυξήθηκαν τα κέρδη. Πβ. συναπτός. ● ΣΥΜΠΛ.: συνεχές ωράριο βλ. συνεχής [< γαλλ. contigu, πβ. αρχ. συνεχόμενος < συνέχω]
συνεχής
συνεχής, ής, ές συ-νε-χής επίθ. {συνεχ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} 1. που γίνεται διαρκώς, χωρίς διακοπή: ~ής: αγώνας/θόρυβος/πόνος/πυρετός. ~ής: ανάπτυξη/αντιπαράθεση/απειλή/αύξηση/βελτίωση/εκπαίδευση (= διά βίου)/ενημέρωση/έρευνα/κίνηση/λειτουργία/πορεία/ροή (ΑΝΤ. διακεκομμένη)/φροντίδα. ~ και επίμονη προσπάθεια (= ακαταπόνητη). Βρίσκομαι/είμαι υπό ~ή επιτήρηση/κράτηση. Ο τραυματίας βρίσκεται υπό ~ή (ιατρική) παρακολούθηση. ~ η παρουσία της Πυροσβεστικής στον τόπο της πυρκαγιάς. Υπηρέτησε δέκα ~ή (= συναπτά) έτη στην επαρχία.|| ~είς: οικισμοί. Πβ. συνεχόμενος.|| (ΜΟΥΣ.) ~ή διαστήματα (: ανοδική ή καθοδική πορεία οργάνων και φωνής στα διαδοχικά διαστήματα κλίμακας). ΣΥΝ. αδιάκοπος, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, άπαυτος, ασταμάτητος (1), διαρκής (1) ΑΝΤ. ασυνεχής 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αλλεπάλληλος: ~είς: καβγάδες. ~είς: διαβουλεύσεις/διαφωνίες/επιθέσεις/επισκέψεις/κλήσεις/μετακινήσεις/πιέσεις. ~ή: τηλεφωνήματα (πβ. απανωτός). ~ σεισμική δραστηριότητα. ~ κάλυψη των εξελίξεων από το κανάλι μας. (σε πτήση με αεροπλάνο) Προσδεθείτε: ~είς αναταράξεις. Η τροχαία κάνει ~είς ελέγχους.|| ~ής: τάση (με σταθερή πολικότητα). (ΜΑΘ.) ~ής: συνάρτηση σε σημείο χ. ~ή: συστήματα. Βλ. διακριτός. ΣΥΝ. συχνός ΑΝΤ. σπάνιος (2) ● Ουσ.: συνεχές (το): ΦΥΣ. συνεχής σειρά στοιχείων, ιδιοτήτων που μεταβάλλονται βαθμιαία χωρίς διακοπή: χωροχρονικό ~ (: μαθηματικό μοντέλο που ενώνει τον χώρο και τον χρόνο σε μια συνέχεια). [< γαλλ. continuum, 1905] ● επίρρ.: συνέχεια & συνεχώς [-ῶς]:Είναι ~ αγχωμένος/απασχολημένος/πρόθυμος να βοηθήσει. Γίνεται/συμβαίνει ~ το ίδιο πράγμα. (εμφατ.) ~ώς και αδιαλείπτως. Πβ. εξακολουθητικά. ΣΥΝ. όλο (1) ΑΝΤ. αραιά και πού, κάπου κάπου, κατά καιρούς ● ΣΥΜΠΛ.: συνεχές ωράριο & συνεχόμενο ωράριο: χωρίς διακοπή το μεσημέρι: επιβολή/εφαρμογή/θεσμοθέτηση ~ούς ~ίου. Βλ. σπαστός., συνεχές ρεύμα βλ. ρεύμα [< αρχ. συνεχής, γαλλ. continu]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.