Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνεχόμενος , η, ο συ-νε-χό-με-νος επίθ.: που είναι συνεχής, που συνεχίζει μετά από κάτι χωρίς κενά ή διακοπές: ~ος: ήχος (= διαρκής).|| ~ος: μήνας/όροφος/τίτλος. ~η: ήττα/νίκη. ~ο: ματς. ~α: δωμάτια/(αθλητικά) παιχνίδια. Κτίσμα ~ο με τον κυρίως ναό. Για τρίτη ~η φορά/χρονιά αυξήθηκαν τα κέρδη. Πβ. συναπτός. ● ΣΥΜΠΛ.: συνεχές ωράριο βλ. συνεχής [< γαλλ. contigu, πβ. αρχ. συνεχόμενος < συνέχω]

συνεχής

συνεχής, ής, ές συ-νε-χής επίθ. {συνεχ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} 1. που γίνεται διαρκώς, χωρίς διακοπή: ~ής: αγώνας/θόρυβος/πόνος/πυρετός. ~ής: ανάπτυξη/αντιπαράθεση/απειλή/αύξηση/βελτίωση/εκπαίδευση (= διά βίου)/ενημέρωση/έρευνα/κίνηση/λειτουργία/πορεία/ροή (ΑΝΤ. διακεκομμένη)/φροντίδα. ~ και επίμονη προσπάθεια (= ακαταπόνητη). Βρίσκομαι/είμαι υπό ~ή επιτήρηση/κράτηση. Ο τραυματίας βρίσκεται υπό ~ή (ιατρική) παρακολούθηση. ~ η παρουσία της Πυροσβεστικής στον τόπο της πυρκαγιάς. Υπηρέτησε δέκα ~ή (= συναπτά) έτη στην επαρχία.|| ~είς: οικισμοί. Πβ. συνεχόμενος.|| (ΜΟΥΣ.) ~ή διαστήματα (: ανοδική ή καθοδική πορεία οργάνων και φωνής στα διαδοχικά διαστήματα κλίμακας). ΣΥΝ. αδιάκοπος, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, άπαυτος, ασταμάτητος (1), διαρκής (1) ΑΝΤ. ασυνεχής 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αλλεπάλληλος: ~είς: καβγάδες. ~είς: διαβουλεύσεις/διαφωνίες/επιθέσεις/επισκέψεις/κλήσεις/μετακινήσεις/πιέσεις. ~ή: τηλεφωνήματα (πβ. απανωτός). ~ σεισμική δραστηριότητα. ~ κάλυψη των εξελίξεων από το κανάλι μας. (σε πτήση με αεροπλάνο) Προσδεθείτε: ~είς αναταράξεις. Η τροχαία κάνει ~είς ελέγχους.|| ~ής: τάση (με σταθερή πολικότητα). (ΜΑΘ.) ~ής: συνάρτηση σε σημείο χ. ~ή: συστήματα. Βλ. διακριτός. ΣΥΝ. συχνός ΑΝΤ. σπάνιος (2) ● Ουσ.: συνεχές (το): ΦΥΣ. συνεχής σειρά στοιχείων, ιδιοτήτων που μεταβάλλονται βαθμιαία χωρίς διακοπή: χωροχρονικό ~ (: μαθηματικό μοντέλο που ενώνει τον χώρο και τον χρόνο σε μια συνέχεια). [< γαλλ. continuum, 1905] ● επίρρ.: συνέχεια & συνεχώς [-ῶς]: Είναι ~ αγχωμένος/απασχολημένος/πρόθυμος να βοηθήσει. Γίνεται/συμβαίνει ~ το ίδιο πράγμα. (εμφατ.) ~ώς και αδιαλείπτως. Πβ. εξακολουθητικά. ΣΥΝ. όλο (1) ΑΝΤ. αραιά και πού, κάπου κάπου, κατά καιρούς ● ΣΥΜΠΛ.: συνεχές ωράριο & συνεχόμενο ωράριο: χωρίς διακοπή το μεσημέρι: επιβολή/εφαρμογή/θεσμοθέτηση ~ούς ~ίου. Βλ. σπαστός., συνεχές ρεύμα βλ. ρεύμα [< αρχ. συνεχής, γαλλ. continu]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.