Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνεύρεση συ-νεύ-ρε-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. σεξουαλική πράξη: ερωτική ~. Πβ. έρωτας. ΣΥΝ. σεξ, συνουσία 2. ταυτόχρονη παρουσία δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων στο ίδιο μέρος ή από κοινού συμμετοχή τους στο ίδιο πολιτιστικό γεγονός: καλλιτεχνική ~. Πβ. συν-άντηση, -εργασία, -ύπαρξη. [< μεσν. συνεύρεσις ΄συνάντηση΄, 1: γαλλ. copulation, coït]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.