Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνημμένος , η, ο συ-νημ-μέ-νος επίθ.: (κυρ., για υπηρεσιακά έγγραφα) που συνάπτεται με κάτι άλλο, που προσαρτάται ως πρόσθετο στοιχείο: ~ος: κανονισμός/κατάλογος/πίνακας. ~η: απόφαση/επιστολή/λίστα. ~ο: έντυπο/μήνυμα. (Συν)υποβάλλω μαζί με την αίτηση πέντε ~α έγγραφα (= επισυναπτόμενα). Διαβάστε τις οδηγίες του ~ου παραρτήματος.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~η εικόνα/φωτογραφία. ~ο: αρχείο (σε ιμέιλ). (ως ουσ.) Αποστολή/λήψη ~ου.|| (ΓΡΑΜΜ., κυρ. στην αρχ. Ελλην.) ~η: μετοχή. ΑΝΤ. απόλυτη μετοχή. ● επίρρ.: συνημμένα & (λόγ.) συνημμένως [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. συνάπτω, γαλλ. ci-joint]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.