συννεφιά συν-νε-φιά ουσ. (θηλ.): συγκέντρωση σύννεφων στον ουρανό: βαριά/πυκνή/τοπική ~. Έχει/είναι ~. Όλη τη βδομάδα επικράτησε ~. (στη φωτομετρία) Μέση τιμή ~ιάς.|| (σε μετεωρολογικό δελτίο) Αναμένεται/προβλέπεται κατά τόπους ~ με βροχοπτώσεις. Με αραιή ~ θα κυλήσει η μέρα στην Αθήνα. Πβ. νεφώσεις.|| (σπάν. μτφ.) ~ στο βλέμμα/στην έκφραση/στην καρδιά (: κατήφεια, μελαγχολία). ΑΝΤ. ξαστεριά (1) [< μτγν. συννεφία, συννέφεια]
συννεφιάζει συν-νε-φιά-ζει ρ. (αμτβ.) {συννέφια-σε, -σμένος}: (για τον ουρανό) γεμίζει σύννεφα: ~, λες να βρέξει; ~σε ο ουρανός. ~σε απότομα/ξαφνικά. Πβ. ανταριάζει.|| ~σμένος: καιρός. ~η: ατμόσφαιρα. ΣΥΝ. νεφελώδης. ΑΝΤ. αίθριος, ανέφελος. ● συννεφιάζω (μτφ.): σκυθρωπιάζω, μελαγχολώ: Το βλέμμα/η έκφρασή/η όψη του ~σε. Το πρόσωπό της είναι ~σμένο. Πβ. σκοτεινιάζω. [< μεσν. συννεφιάζω]
συννέφιασμα συν-νέ-φια-σμα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια ή κυρ. το αποτέλεσμα του συννεφιάζω: ~ του καιρού/του ουρανού.|| (μτφ.) ~ στο πρόσωπο.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.