Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • συννεφιά συν-νε-φιά ουσ. (θηλ.): συγκέντρωση σύννεφων στον ουρανό: βαριά/πυκνή/τοπική ~. Έχει/είναι ~. Όλη τη βδομάδα επικράτησε ~. (στη φωτομετρία) Μέση τιμή ~ιάς.|| (σε μετεωρολογικό δελτίο) Αναμένεται/προβλέπεται κατά τόπους ~ με βροχοπτώσεις. Με αραιή ~ θα κυλήσει η μέρα στην Αθήνα. Πβ. νεφώσεις.|| (σπάν. μτφ.) ~ στο βλέμμα/στην έκφραση/στην καρδιά (: κατήφεια, μελαγχολία). ΑΝΤ. ξαστεριά (1) [< μτγν. συννεφία, συννέφεια]
  • συννεφιάζει συν-νε-φιά-ζει ρ. (αμτβ.) {συννέφια-σε, -σμένος}: (για τον ουρανό) γεμίζει σύννεφα: ~, λες να βρέξει; ~σε ο ουρανός. ~σε απότομα/ξαφνικά. Πβ. ανταριάζει.|| ~σμένος: καιρός. ~η: ατμόσφαιρα. ΣΥΝ. νεφελώδης. ΑΝΤ. αίθριος, ανέφελος.συννεφιάζω (μτφ.): σκυθρωπιάζω, μελαγχολώ: Το βλέμμα/η έκφρασή/η όψη του ~σε. Το πρόσωπό της είναι ~σμένο. Πβ. σκοτεινιάζω. [< μεσν. συννεφιάζω]
  • συννέφιασμα συν-νέ-φια-σμα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια ή κυρ. το αποτέλεσμα του συννεφιάζω: ~ του καιρού/του ουρανού.|| (μτφ.) ~ στο πρόσωπο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.