Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συννεφιάζει συν-νε-φιά-ζει ρ. (αμτβ.) {συννέφια-σε, -σμένος}: (για τον ουρανό) γεμίζει σύννεφα: ~, λες να βρέξει; ~σε ο ουρανός. ~σε απότομα/ξαφνικά. Πβ. ανταριάζει.|| ~σμένος: καιρός. ~η: ατμόσφαιρα. ΣΥΝ. νεφελώδης. ΑΝΤ. αίθριος, ανέφελος.συννεφιάζω (μτφ.): σκυθρωπιάζω, μελαγχολώ: Το βλέμμα/η έκφρασή/η όψη του ~σε. Το πρόσωπό της είναι ~σμένο. Πβ. σκοτεινιάζω. [< μεσν. συννεφιάζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.