Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • συνοικία συ-νοι-κί-α ουσ. (θηλ.): μικρή περιοχή, κυρ. πόλης, με ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά: αριστοκρατική/ήσυχη/κεντρική/λαϊκή/παραδοσιακή/πλούσια/υποβαθμισμένη/φτωχή (= φτωχο~) ~. Η εβραϊκή/ελληνική/τουρκική ~. Οι δυτικές/νότιες ~ες (μιας πόλης). Πβ. γειτονιά, συνοικισμός. [< αρχ. συνοικία ‘συγκρότημα κατοικιών’, γαλλ. quartier]
  • συνοικιακός , ή, ό συ-νοι-κι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη συνοικία: ~ός: κινηματογράφος. ~ή: ομάδα/ταβέρνα. ~ό: βιβλιοπωλείο/γήπεδο/γυμναστήριο/καφενείο/μαγαζί/συμβούλιο (: όργανο τοπικής αυτοδιοίκησης που καλύπτει συγκεκριμένη συνοικία)/φροντιστήριο. ΑΝΤ. κεντρικός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.