Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συντέμνω συ-ντέ-μνω ρ. (μτβ.) {συνέτμη-σα, συντμή-σει, συντμή-θηκε, -θεί, -μένος (λόγ.-συχνότ.) συντετμημένος} (λόγ.): μειώνω το μέγεθος, την έκταση ή τη διάρκεια: ~ήθηκαν οι διαδικασίες/οι προθεσμίες. Πβ. περικόπτω, συμπτύσσω. ● Μτχ.: συντετμημένος , η, ο: που έχει συντμηθεί, περιοριστεί: ~ος: τύπος (λέξης· βλ. συντομογραφία). ~η: έκδοση/επωνυμία. ~ο: όνομα. [< αρχ. συντέμνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.