συνταγματάρχης συ-νταγ-μα-τάρ-χης ουσ. (αρσ. + θηλ.) {συνταγματαρχ-ών}: ΣΤΡΑΤ. ανώτερος αξιωματικός του Στρατού Ξηράς, ανώτερος από τον αντισυνταγματάρχη και κατώτερος από τον ταξίαρχο κατά έναν βαθμό: απόστρατος ~. ~ πεζικού/πυροβολικού.|| (ΙΣΤ., στον πληθ.) Η δικτατορία/το πραξικόπημα/η χούντα των ~ών (ενν. της 21ης Απριλίου 1967). Βλ. -άρχης, αστυνομικός διευθυντής, πλοί-, πύρ-, σμήν-αρχος. [< μτγν. συνταγματάρχης ‘διοικητής της παρατεταγμένης μονάδας’]
-άρχης
-άρχης{-άρχη (λόγ.) -άρχου, κλητ. (λόγ.) -άρχα | -αρχών} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τον επικεφαλής, τον προϊστάμενο: επιτελ~/ομαδ~.|| Λιμεν~/λυκει~/νομ~/περιφερει~/φροντιστηρι~.|| (τον ηγεμόνα:) Μον~. Πλανητ~.2. το πρώτο στην τάξη μέλος ή τον παλαιότερο πρόγονο: πατρι~.|| Γεν~.3. τον ιδιοκτήτη: εργοστασι~/καναλ~/λεσχι~/μιντι~
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.