συντακτικός , ή, ό συ-ντα-κτι-κός επίθ. 1. ΓΛΩΣΣ. που αναφέρεται στη σύνταξη: ~ός: έλεγχος/κανόνας/ρόλος (μιας λέξης). ~ή: ανάλυση/δομή/θεωρία. ~ό: φαινόμενο. ~οί: όροι. ~ές: ασκήσεις/σχέσεις. ~ά: λάθη.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: αναλυτής/διορθωτής.2. που σχετίζεται με τη σύνταξη ή με τους συντάκτες ενός εντύπου: ~ή: επιτροπή/ομάδα (εφημερίδας, λεξικού, περιοδικού). ~ό: προσωπικό.3. ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. συνταγματικός: ~ή: αναθεώρηση/πράξη. ● Ουσ.: Συντακτικό (το): ΓΛΩΣΣ. το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με τη σύνταξη του λόγου και συνεκδ. το αντίστοιχο σχολικό εγχειρίδιο και μάθημα: ~ της αρχαίας Ελληνικής/της Λατινικής.|| Αύριο θα κάνουμε ~. ● επίρρ.: συντακτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: συνταγματική/συντακτική συνέλευση: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. συνέλευση που ψηφίζει νέο Σύνταγμα. Βλ. εθνοσυνέλευση., συντακτική πράξη: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. που ρυθμίζει θέματα συνταγματικού περιεχομένου και συνήθ. εκδίδεται από την κυβέρνηση σε μεταβατικές πολιτικές περιόδους., Συντακτική/Συνταγματική Βουλή: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. Βουλή που ψηφίζει νέο Σύνταγμα. Βλ. αναθεωρητική βουλή., συντακτικός τύπος: ΧΗΜ. παράσταση που απεικονίζει τη σύνδεση των χημικών δεσμών των ατόμων ενός μορίου., συντακτική εξουσία βλ. εξουσία [< μτγν. συντακτικός 1: γαλλ. syntaxique, αγγλ. syntactic(al)]
εθνοσυνέλευση
εθνοσυνέλευση [ἐθνοσυνέλευση] ε-θνο-συ-νέ-λευ-ση ουσ. (θηλ.) (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Ε) 1. συνέλευση των εκπροσώπων του έθνους που συγκαλείται εκτάκτως, για να συντάξει ή να τροποποιήσει το Σύνταγμα· εθνική συνέλευση: αναθεωρητική/συντακτική ~. Διάλυση της ~ης.|| (ΙΣΤ.) Οι ~εύσεις της Ελληνικής Επανάστασης. Τα ψηφίσματα των ~εύσεων.2. (καταχρ.) το κοινοβούλιο ορισμένων χωρών: ο πρόεδρος της ~ης.|| Μεταβατική ~. Βλ. γερουσία, κυβέρνηση. [< γαλλ. assemblée nationale]
εξουσία
εξουσία [ἐξουσία] ε-ξου-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. δυνατότητα ή δικαίωμα ελέγχου, επιρροής, επιβολής: ανεξέλεγκτη/ανώτατη/απόλυτη/αστυνομική/εκκλησιαστική/καταπιεστική/κρατική/λαϊκή/οικονομική/ολοκληρωτική/πατρική/πολιτική/συγκεντρωτική/τυραννική/υπέρτατη ~. ~ εκπροσώπησης/λήψης αποφάσεων. Άσκηση/δομές/επίδειξη/πηγή/σχέσεις ~ας. Σε θέση ~ας. Απόρριψη κάθε μορφής ~ας (βλ. αναρχισμός). Έχω ~ πάνω σε κάποιον. Βρίσκομαι κάτω από/υπό την ~ κάποιου (: για πολιτική εξάρτηση). Έχει την πλήρη ~ να ... Πβ. κυριαρχία.|| (προφ.) Από ποιον πήρες την ~ να κάνεις ό,τι θέλεις; Πβ. άδεια. Βλ. υπερ~.2. (ειδικότ.) διοίκηση, διακυβέρνηση ενός τόπου· συνεκδ. Αρχή που θεσπίζει νόμους και διασφαλίζει την εφαρμογή τους: κεντρική/περιφερειακή/τοπική ~. Κέντρα/όργανα ~ας. Ανάληψη/κατάκτηση της ~ας. Μάχη για την ~. Οι γυναίκες στην ~. Ασκώ/αφαιρώ/παίρνω την ~. Ανέβηκε/βρίσκεται/είναι/επανήλθε/ήρθε/κρατιέται/παραμένει στην ~. Κατέβηκε από την ~ (= έχασε την ~). Κατέλαβαν την ~ με πραξικόπημα. Η ~ απορρέει/πηγάζει από τον λαό. Το δέλεαρ της ~ας. Η ~ φθείρει και διαφθείρει.|| Η αυθαιρεσία/ευθύνη της ~ας. Βλ. παρα~. ● εξουσίες (οι) 1. αρμοδιότητες, δικαιοδοσίες: αυθαίρετες/αυξημένες/έκτακτες/περιορισμένες ~. Οι ~ του διοικητικού συμβουλίου/του προέδρου. Θεσμικό κείμενο που παρέχει εκτεταμένες/ευρείες ~ σε κάποιον. Αποκέντρωση/εκχώρηση/κατανομή/μεταβίβαση/περικοπή/συγκέντρωση/σύγχυση/συσσώρευση ~ών.2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ε) μία από τις ουράνιες τάξεις των αγγέλων. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια εξουσία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. το σύνολο των θεσμών και των οργάνων που συγκροτούν τον κρατικό μηχανισμό και επιβάλλουν κανόνες στους πολίτες (στρατός, αστυνομία, δικαστήρια)· κατ' επέκτ. η άσκησή της. [< γαλλ. pouvoir public] , διάκριση των εξουσιών: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. θεμελιώδης αρχή του Δημοσίου Δικαίου σύμφωνα με την οποία η δικαστική, η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία πρέπει να ασκούνται από διαφορετικούς, σχετικά αυτόνομους και αμοιβαία ελεγχόμενους φορείς. [< γαλλ. division, séparation des pouvoirs] , εκτελεστική εξουσία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. μία από τις τρεις βασικές εξουσίες του δημοκρατικού πολιτεύματος, υπεύθυνη για την εφαρμογή των νόμων και τη διοίκηση και συνεκδ. ο φορέας της. Βλ. κυβέρνηση. [< γαλλ. pouvoir exécutif] , η τέταρτη εξουσία: ο Τύπος. [< γαλλ. le quatrième pouvoir] , κανονιστική εξουσία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. η δυνατότητα που έχουν συγκεκριμένες διοικητικές ή κυβερνητικές Αρχές να εκδίδουν κανονιστικές πράξεις. [< γαλλ. pouvoir réglementaire] , νομοθετική εξουσία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. μία από τις τρεις βασικές εξουσίες της δημοκρατίας, υπεύθυνη για την έκδοση κανόνων Δικαίου και συνεκδ. ο φορέας της: η ~ ~ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ~ ~ ασκείται από τη Βουλή. [< γαλλ. pouvoir législatif] , πειθαρχική εξουσία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. η δυνατότητα που έχει όργανο ή ιεραρχικά ανώτερο πρόσωπο να επιβάλλει πειθαρχικές ποινές σε περιπτώσεις απειθαρχίας. [< γαλλ. pouvoir disciplinaire] , συντακτική εξουσία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. αρμοδιότητα θέσπισης ή τροποποίησης του Συντάγματος ενός κράτους και κατ' επέκτ. ο φορέας της: αναθεωρητική/πρωτογενής ~ ~., διακριτική ευχέρεια βλ. ευχέρεια, δικαστική εξουσία βλ. δικαστικός, η φθορά της εξουσίας βλ. φθορά, κατάχρηση εξουσίας βλ. κατάχρηση, κόμμα εξουσίας βλ. κόμμα, κοσμική εξουσία βλ. κοσμικός, νόσφιση εξουσίας βλ. νόσφιση ● ΦΡ.: ανεβάζω κάποιον στην εξουσία/στον θρόνο βλ. ανεβάζω, επιβήτορες της εξουσίας βλ. επιβήτορας, το δαχτυλίδι της διαδοχής/της εξουσίας βλ. διαδοχή [< αρχ. ἐξουσία, γαλλ. pouvoir]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.