Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνταξιοδότηση συ-ντα-ξι-ο-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή κυρ. το αποτέλεσμα του συνταξιοδοτώ, το να παίρνει κάποιος σύνταξη: αναγκαστική/έγκαιρη/πρόωρη ~ (= προ~). ~ αγροτών/γυναικών με ανήλικο τέκνο/λόγω γήρατος/λόγω θανάτου/στα εξήντα/χωρίς όριο ηλικίας. Νόμος για τη ~ των εργαζομένων στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Βλ. -δότηση.

-δότηση

-δότηση{-δότησης (λόγ.) -δοτήσεως | σπανιότ. -δοτήσεις, -δοτήσεων}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία της παροχής: γνωμο~/εξουσιο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/πριμο~/πυρο~/ρευματο~/συνταξιο~/τροφο~/υδρο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δοτώ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.