Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνταξιούχος [συνταξιοῦχος] συ-ντα-ξι-ού-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που έχει πάρει σύνταξη: αριθμός/ένωση/επίδομα/μητρώο/πορεία ~ων. ~ της τράπεζας …/του δημόσιου/του ιδιωτικού τομέα. Βλ. ΕΚΑΣ., χαμηλο~.|| (ως επίθ.) ~ αστυνομικός/καθηγητής/υπάλληλος. ΑΝΤ. εν ενεργεία. || (ειρων.) ~ φοιτητής (= αιώνιος). Βλ. μικρο~, χαμηλο~, -ούχος. [< γαλλ. pensionné, retraité]

εκάς

εκάς [ἑκάς] ε-κάς επίρρ.: μόνο στη ● ΦΡ.: εκάς οι βέβηλοι! (αρχαιοπρ.): (μακριά οι ασεβείς!) για να δηλωθεί αγανάκτηση απέναντι σε άτομα που με τις πράξεις τους προσβάλλουν κάτι ιερό. [< αρχ. ἑκάς]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.