συντηρώ [συντηρῶ] συ-ντη-ρώ ρ. (μτβ.) {συντηρ-είς ..., -ώντας | συντήρ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. διατηρώ κάτι σε καλή ή επιθυμητή κατάσταση, το προστατεύω από τη φθορά ή την αλλοίωση: Ο ανελκυστήρας ~είται κάθε μήνα. Το εξοχικό μας θέλει πολλά έξοδα, για να το ~ούμε. Κάθε πότε ~είται ένα κλιματιστικό;|| Τρόφιμα που ~ούνται στο ψυγείο.2. καλύπτω τις βασικές ανάγκες ενός ανθρώπου· γενικότ. φροντίζω, ώστε να συνεχίσει κάποιος ή κάτι να υπάρχει: Τον ~ούν ακόμη οι γονείς του. Εργάζεται σκληρά, γιατί έχει οικογένεια να ~ήσει. Ίδρυμα που ~είται με δωρεές. Βλ. αυτοσυντηρούμαι.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) ~ μια κατάσταση. ~ούν την αντιπαράθεση/το μίσος. Η φήμη του ~είται χάρη σε ορισμένα δημοσιεύματα. Πβ. αναπαράγω, διαιωνίζω. [< αρχ. συντηρῶ, γαλλ. conserver]
αυτοσυντηρούμαι
αυτοσυντηρούμαι [αὐτοσυντηροῦμαι] αυ-το-συ-ντη-ρού-μαι ρ. (αμτβ.) {αυτοσυντηρ-είται ..., -ούμενος | αυτοσυντηρ-ηθεί}: συντηρώ τον εαυτό μου με δικά μου μέσα: Δεν είναι σε θέση να εργαστεί και να ~ηθεί. Ο οργανισμός ~είται οικονομικά. [< γερμ. sich selbst erhalten]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.