Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συντηρώ [συντηρῶ] συ-ντη-ρώ ρ. (μτβ.) {συντηρ-είς ..., -ώντας | συντήρ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. διατηρώ κάτι σε καλή ή επιθυμητή κατάσταση, το προστατεύω από τη φθορά ή την αλλοίωση: Ο ανελκυστήρας ~είται κάθε μήνα. Το εξοχικό μας θέλει πολλά έξοδα, για να το ~ούμε. Κάθε πότε ~είται ένα κλιματιστικό;|| Τρόφιμα που ~ούνται στο ψυγείο. 2. καλύπτω τις βασικές ανάγκες ενός ανθρώπου· γενικότ. φροντίζω, ώστε να συνεχίσει κάποιος ή κάτι να υπάρχει: Τον ~ούν ακόμη οι γονείς του. Εργάζεται σκληρά, γιατί έχει οικογένεια να ~ήσει. Ίδρυμα που ~είται με δωρεές. Βλ. αυτοσυντηρούμαι.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) ~ μια κατάσταση. ~ούν την αντιπαράθεση/το μίσος. Η φήμη του ~είται χάρη σε ορισμένα δημοσιεύματα. Πβ. αναπαράγω, διαιωνίζω. [< αρχ. συντηρῶ, γαλλ. conserver]

αυτοσυντηρούμαι

αυτοσυντηρούμαι [αὐτοσυντηροῦμαι] αυ-το-συ-ντη-ρού-μαι ρ. (αμτβ.) {αυτοσυντηρ-είται ..., -ούμενος | αυτοσυντηρ-ηθεί}: συντηρώ τον εαυτό μου με δικά μου μέσα: Δεν είναι σε θέση να εργαστεί και να ~ηθεί. Ο οργανισμός ~είται οικονομικά. [< γερμ. sich selbst erhalten]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.