Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συντρίβω συ-ντρί-βω ρ. (μτβ.) {σύντρι-ψε (λόγ.) συνέτρι-ψε, συντρί-ψει, -φτηκε κ. -φθηκε (λόγ.) συνετρίβη, συνετρίβησαν, συντριβεί κ. συντρι-φτεί, (λόγ.) συντετριμμένος, συντρίβ-οντας} (λόγ.) 1. (μτφ.) κατατροπώνω, εξολοθρεύω ή διαλύω ψυχικά: Η Εθνική Ομάδα ποδοσφαίρου ~ψε τους αντιπάλους της με 5-0. Ο αθλητής ~ψε το παγκόσμιο ρεκόρ. Ο στρατός ~ψε τις ξένες δυνάμεις. Έχει ως στόχο να ~ψει τους εχθρούς του. Πβ. εκμηδενίζω, κατανικώ, κατα~.|| Ο χωρισμός τους τον ~ψε. Πβ. καταρρακώνω. 2. καταστρέφω ολοσχερώς, συνθλίβω: Το δέντρο ~ψε τη στέγη του σπιτιού. Συνετρίβη αεροπλάνο/ελικόπτερο σε βουνοπλαγιά.|| Ο βόας ~ει (= θρυμματίζει) τα κόκαλα της λείας του. ΣΥΝ. κατακομματιάζω, σμπαραλιάζω (1), τσακίζω (1) ● βλ. συντετριμμένος [< 2: αρχ. συντρίβω]

συντετριμμένος

συντετριμμένος, η, ο συ-ντε-τριμ-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που έχει συντριβεί ψυχολογικά: ~ από το διαζύγιο/τον θάνατο (κάποιου)/τον χωρισμό. Είναι βαθύτατα ~ από το δυσάρεστο γεγονός/συμβάν. Πβ. συνταραγμένος. ● βλ. συντρίβω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. συντρίβω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.