συντρίβω συ-ντρί-βω ρ. (μτβ.) {σύντρι-ψε (λόγ.) συνέτρι-ψε, συντρί-ψει, -φτηκε κ. -φθηκε (λόγ.) συνετρίβη, συνετρίβησαν, συντριβεί κ. συντρι-φτεί, (λόγ.) συντετριμμένος, συντρίβ-οντας} (λόγ.) 1. (μτφ.) κατατροπώνω, εξολοθρεύω ή διαλύω ψυχικά: Η Εθνική Ομάδα ποδοσφαίρου ~ψε τους αντιπάλους της με 5-0. Ο αθλητής ~ψε το παγκόσμιο ρεκόρ. Ο στρατός ~ψε τις ξένες δυνάμεις. Έχει ως στόχο να ~ψει τους εχθρούς του. Πβ. εκμηδενίζω, κατανικώ, κατα~.|| Ο χωρισμός τους τον ~ψε. Πβ. καταρρακώνω.2. καταστρέφω ολοσχερώς, συνθλίβω: Το δέντρο ~ψε τη στέγη του σπιτιού. Συνετρίβη αεροπλάνο/ελικόπτερο σε βουνοπλαγιά.|| Ο βόας ~ει (= θρυμματίζει) τα κόκαλα της λείας του. ΣΥΝ. κατακομματιάζω, σμπαραλιάζω (1), τσακίζω (1) ● βλ. συντετριμμένος [< 2: αρχ. συντρίβω]
συντετριμμένος
συντετριμμένος, η, ο συ-ντε-τριμ-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που έχει συντριβεί ψυχολογικά: ~ από το διαζύγιο/τον θάνατο (κάποιου)/τον χωρισμό. Είναι βαθύτατα ~ από το δυσάρεστο γεγονός/συμβάν. Πβ. συνταραγμένος. ● βλ. συντρίβω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. συντρίβω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.