Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • συντροφιά συ-ντρο-φιά ουσ. (θηλ.) 1. στενή επαφή, συναναστροφή μεταξύ προσώπων: Θα μου κάνεις/κρατήσεις ~; Δεν έχω κανέναν για ~. Πβ. συγχρωτισμός.|| Οικόσιτα ζώα ~ιάς.|| (ως επίρρ.) Πάμε στα μαγαζιά ~ (: μαζί); ~ με ένα βιβλίο.|| Αντρική/γυναικεία/ερωτική/πληρωμένη ~ (βλ. κονσομασιόν). 2. φιλική παρέα ή κύκλος προσώπων που συναντιούνται για κοινή δραστηριότητα: καλή/νεανική/παιδική/φιλική/χαρούμενη ~. ~ συναδέλφων/συνομηλίκων. Τα παιδιά πηγαίνουν ~ιές ~ιές να πουν τα κάλαντα. Πβ. ομήγυρη.|| Θεατρική/λογοτεχνική/μουσική/φιλολογική ~. [< μεσν. συντροφιά, γαλλ. compagnie]
  • συντροφία συ-ντρο-φί-α ουσ. (θηλ.): μορφή οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας. ΣΥΝ. ΣΙΑ1 (1) [< μτγν. συντροφία 'συναναστροφή', γαλλ. compagnie]
  • συντροφιαστός , ή, ό συ-ντρο-φια-στός επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): που είναι παρέα με κάποιον. Βλ. ζευγαρωτός. ● επίρρ.: συντροφιαστά

ζευγαρωτός

ζευγαρωτός, ή, ό ζευ-γα-ρω-τός επίθ. (λαϊκό) 1. που γίνεται κατά ζεύγη ή αποτελεί ζευγάρι με άλλο όμοιό του: ~ό: ψάρεμα.|| ~ά: σκάφη. 2. (για χορό) που χορεύεται από ζεύγος, συνήθ. άνδρα και γυναίκας: ~ός: συρτός. Βλ. αντικριστός. ● επίρρ.: ζευγαρωτά: ΣΥΝ. ζυγά ζυγά ● ΣΥΜΠΛ.: ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία: ΜΕΤΡ. στην οποία ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον δεύτερο, ο τρίτος με τον τέταρτο κ.ο.κ. Βλ. πλεκτή ομοιοκαταληξία. [< μεσν. ζευγαρωτός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.