συντροφιά συ-ντρο-φιά ουσ. (θηλ.) 1. στενή επαφή, συναναστροφή μεταξύ προσώπων: Θα μου κάνεις/κρατήσεις ~; Δεν έχω κανέναν για ~. Πβ. συγχρωτισμός.|| Οικόσιτα ζώα ~ιάς.|| (ως επίρρ.) Πάμε στα μαγαζιά ~ (: μαζί); ~ με ένα βιβλίο.|| Αντρική/γυναικεία/ερωτική/πληρωμένη ~ (βλ. κονσομασιόν).2. φιλική παρέα ή κύκλος προσώπων που συναντιούνται για κοινή δραστηριότητα: καλή/νεανική/παιδική/φιλική/χαρούμενη ~. ~ συναδέλφων/συνομηλίκων. Τα παιδιά πηγαίνουν ~ιές ~ιές να πουν τα κάλαντα. Πβ. ομήγυρη.|| Θεατρική/λογοτεχνική/μουσική/φιλολογική ~. [< μεσν. συντροφιά, γαλλ. compagnie]
συντροφία συ-ντρο-φί-α ουσ. (θηλ.): μορφή οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας. ΣΥΝ. ΣΙΑ1 (1) [< μτγν. συντροφία 'συναναστροφή', γαλλ. compagnie]
συντροφιαστός , ή, ό συ-ντρο-φια-στός επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): που είναι παρέα με κάποιον. Βλ. ζευγαρωτός. ● επίρρ.: συντροφιαστά
ζευγαρωτός
ζευγαρωτός, ή, ό ζευ-γα-ρω-τός επίθ. (λαϊκό) 1. που γίνεται κατά ζεύγη ή αποτελεί ζευγάρι με άλλο όμοιό του: ~ό: ψάρεμα.|| ~ά: σκάφη.2. (για χορό) που χορεύεται από ζεύγος, συνήθ. άνδρα και γυναίκας: ~ός: συρτός. Βλ. αντικριστός. ● επίρρ.: ζευγαρωτά: ΣΥΝ. ζυγά ζυγά ● ΣΥΜΠΛ.: ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία: ΜΕΤΡ. στην οποία ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον δεύτερο, ο τρίτος με τον τέταρτο κ.ο.κ. Βλ. πλεκτή ομοιοκαταληξία. [< μεσν. ζευγαρωτός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.