Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συνυπάρχω συ-νυ-πάρ-χω ρ. (αμτβ.) {συνυπήρ-ξε, συνυπάρ-ξει}: υπάρχω ταυτόχρονα με κάποιον ή κάτι άλλο (σε συγκεκριμένο χώρο ή χρόνο)· συμβιώνω: Στην ομάδα ~ουν πολλές διαφορετικές αντιλήψεις/απόψεις/τάσεις. Στη μουσική του το μοντέρνο ~ει αρμονικά με το παραδοσιακό. Κράτη που ~ουν ειρηνικά.|| Είναι δύσκολο να ~ξουμε μέσα στο ίδιο σπίτι. [< αρχ. συνυπάρχω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.