συρίγγιο συ-ρίγ-γι-ο ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. πόρος μεταξύ οργάνων ή μεταξύ οργάνου και της επιφάνειας του δέρματος, από τον οποίο μεταφέρονται υγρά (π.χ. πύον) λόγω παθολογικής κατάστασης: ορθοκολπικό/ορθοκυστικό/παγκρεατικό/περιεδρικό/τραχειοοισοφαγικό ~. Βλ. απόστημα, διαπύηση. ΣΥΝ. φίστουλα (2) [< πβ. μτγν. συρίγγιον 'καλαμάκι', γαλλ. fistule]
απόστημα
απόστημα [ἀπόστημα] α-πό-στη-μα ουσ. (ουδ.) {αποστήμ-ατος | -ατα} 1. ΙΑΤΡ. μικρή πυώδης συγκέντρωση σε κοιλότητα του σώματος που σχηματίζεται από την αποσύνθεση ιστού: εγκεφαλικό/ενδοκοιλιακό/ηπατικό/οδοντικό/πνευμονικό ~. Διάνοιξη/σχηματισμός ~ατος. Πολλαπλά ~ατα. Πβ. εμπύημα. Βλ. οίδημα.2. (μτφ.) νοσηρό κοινωνικό φαινόμενο: Πρέπει να ξεριζωθεί/σπάσει το ~ της διαφθοράς/των καρτέλ!3. ΓΕΩΜ. κάθετο ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει το κέντρο κανονικού πολυγώνου με μία του πλευρά, το οποίο είναι ίσο με την ακτίνα εγγεγραμμένου κύκλου. [< αρχ. ἀπόστημα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.