Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συρίγγιο συ-ρίγ-γι-ο ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. πόρος μεταξύ οργάνων ή μεταξύ οργάνου και της επιφάνειας του δέρματος, από τον οποίο μεταφέρονται υγρά (π.χ. πύον) λόγω παθολογικής κατάστασης: ορθοκολπικό/ορθοκυστικό/παγκρεατικό/περιεδρικό/τραχειοοισοφαγικό ~. Βλ. απόστημα, διαπύηση. ΣΥΝ. φίστουλα (2) [< πβ. μτγν. συρίγγιον 'καλαμάκι', γαλλ. fistule]

απόστημα

απόστημα [ἀπόστημα] α-πό-στη-μα ουσ. (ουδ.) {αποστήμ-ατος | -ατα} 1. ΙΑΤΡ. μικρή πυώδης συγκέντρωση σε κοιλότητα του σώματος που σχηματίζεται από την αποσύνθεση ιστού: εγκεφαλικό/ενδοκοιλιακό/ηπατικό/οδοντικό/πνευμονικό ~. Διάνοιξη/σχηματισμός ~ατος. Πολλαπλά ~ατα. Πβ. εμπύημα. Βλ. οίδημα. 2. (μτφ.) νοσηρό κοινωνικό φαινόμενο: Πρέπει να ξεριζωθεί/σπάσει το ~ της διαφθοράς/των καρτέλ! 3. ΓΕΩΜ. κάθετο ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει το κέντρο κανονικού πολυγώνου με μία του πλευρά, το οποίο είναι ίσο με την ακτίνα εγγεγραμμένου κύκλου. [< αρχ. ἀπόστημα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.