Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συρρικνώνω συρ-ρι-κνώ-νω ρ. (μτβ.) {συρρίκνω-σε, συρρικνώ-σει, -θηκε, -θεί, συρρικνών-οντας, συρρικν-ούμενος, συρρικνω-μένος} (λόγ.): περιορίζω, μικραίνω (μέγεθος, ποσότητα): (μτφ.) Το υψηλό κόστος ~ει τα περιθώρια κέρδους. ~θηκαν οι θέσεις εργασίας/πωλήσεις/φυσικοί πόροι. Η οικονομία της χώρας ~θηκε κατά/σε ποσοστό ...%. Διαρκώς ~ούμενο εισόδημα. Πβ. μειώνω.|| (κυριολ.) Τα ρούχα ~θηκαν (: ζάρωσαν, μάζεψαν, μπήκαν) στο πλύσιμο. (ΙΑΤΡ.) Ο καρκινικός όγκος ~θηκε μετά τη χορήγηση του φαρμάκου. Μη ~ούμενο τσιμεντοκονίαμα. ΑΝΤ. αυξάνω, διευρύνω (1) ● Μτχ.: συρρικνωμένος , η, ο: (μτφ.) ~ος: πληθυσμός. ~η: αγορά. ~α: διακαιώματα.|| (κυριολ.) ~οι: καρποί. [< γαλλ. resserrer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.