Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συσκέπτομαι συ-σκέ-πτο-μαι ρ. (μτβ.) {συσκέφ-τηκε (λόγ.) -θηκε, συσκεπτ-όμενος} (λόγ.): κάνω σύσκεψη: Το δικαστήριο/συντονιστικό όργανο/υπουργικό συμβούλιο ~εται. Οι τοπικές Αρχές ~ονται, για να αποφασίσουν ... Πβ. διαβουλεύομαι, διασκέπτομαι. ΣΥΝ. συνεδριάζω [< μτγν. συσκέπτομαι 'εξετάζω, παρατηρώ μαζί']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.