συσσωρεύω συσ-σω-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {συσσώρευ-σα, συσσωρεύ-τηκε (λόγ.) -θηκε, -μένος, -οντας}: μαζεύω, συγκεντρώνω συνήθ. πληθώρα στοιχείων: Έχει ~σει μεγάλη εμπειρία από τα ταξίδια του. Δουλεύει ασταμάτητα, για να ~σει υλικά αγαθά (βλ. αποκτώ). Το λίπος ~εται σε διάφορα σημεία του ανθρώπινου σώματος. Ο αγροτικός πληθυσμός έχει ~τεί στα αστικά κέντρα. Μεγάλος φόρτος εργασίας ~τηκε όσο έλειπε από το γραφείο. Τα λύματα ~τηκαν στον πυθμένα της λίμνης. Βλ. αθροίζω. ΣΥΝ. επισωρεύω, σωρεύω [< μτγν. συσσωρεύω, γαλλ. accumuler]
αθροίζω
αθροίζω[ἀθροίζω] α-θροί-ζω ρ. (μτβ.) {άθροι-σα, -σει, -στηκε, -στεί, αθροίζ-οντας, -όμενος, αθροι-σμένος}: προσθέτω και βρίσκω το άθροισμα· γενικότ. συγκεντρώνω σε ένα σύνολο: ~ τους βαθμούς/τα ποσά. ~οντας τα επιμέρους έσοδα, βγαίνει η συνολική είσπραξη. ~εται το σύνολο των αμοιβών. Πβ. σουμάρω.|| Στην τελευταία έκδοση ~ονται όλα τα ποιήματά του. Πβ. συν~. [< αρχ. ἀθροίζω, αγγλ. sum (up)]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.