Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συσσωρεύω συσ-σω-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {συσσώρευ-σα, συσσωρεύ-τηκε (λόγ.) -θηκε, -μένος, -οντας}: μαζεύω, συγκεντρώνω συνήθ. πληθώρα στοιχείων: Έχει ~σει μεγάλη εμπειρία από τα ταξίδια του. Δουλεύει ασταμάτητα, για να ~σει υλικά αγαθά (βλ. αποκτώ). Το λίπος ~εται σε διάφορα σημεία του ανθρώπινου σώματος. Ο αγροτικός πληθυσμός έχει ~τεί στα αστικά κέντρα. Μεγάλος φόρτος εργασίας ~τηκε όσο έλειπε από το γραφείο. Τα λύματα ~τηκαν στον πυθμένα της λίμνης. Βλ. αθροίζω. ΣΥΝ. επισωρεύω, σωρεύω [< μτγν. συσσωρεύω, γαλλ. accumuler]

αθροίζω

αθροίζω[ἀθροίζω] α-θροί-ζω ρ. (μτβ.) {άθροι-σα, -σει, -στηκε, -στεί, αθροίζ-οντας, -όμενος, αθροι-σμένος}: προσθέτω και βρίσκω το άθροισμα· γενικότ. συγκεντρώνω σε ένα σύνολο: ~ τους βαθμούς/τα ποσά. ~οντας τα επιμέρους έσοδα, βγαίνει η συνολική είσπραξη. ~εται το σύνολο των αμοιβών. Πβ. σουμάρω.|| Στην τελευταία έκδοση ~ονται όλα τα ποιήματά του. Πβ. συν~. [< αρχ. ἀθροίζω, αγγλ. sum (up)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.