Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • συσταλτικός , ή, ό συ-σταλ-τι-κός επίθ.: που προκαλεί συστολή: (επιστ.) ~ή: δράση. ~ές: πρωτεΐνες (π.χ. μυοσίνη). ~ή ικανότητα ιστού. Πβ. συστολικός. Βλ. αγγειο~, συσταλτός.|| (μτφ.) ~ή: πολιτική (πβ. μετριοπαθής, συγκρατημένη). ΑΝΤ. διασταλτικός ● επίρρ.: συσταλτικά ● ΣΥΜΠΛ.: συσταλτική ερμηνεία: ΝΟΜ. που περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του κανόνα: ~ ~ διάταξης. ΑΝΤ. διασταλτική ερμηνεία [< μτγν. συσταλτικός, γαλλ. contractif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.