σφάζω σφά-ζω ρ. (μτβ.) {έσφα-ξα, σφά-ξει, -χτηκε (λόγ.) εσφάγη, -χτεί (λόγ.) -γεί, -γμένος, σφάζ-οντας} 1. θανατώνω (άνθρωπο ή ζώο) με αιχμηρό αντικείμενο, συνήθ. μαχαίρι· ειδικότ. φονεύω πλήθος ανθρώπων: ~ ένα αρνί/μια κότα.|| ~χτηκαν πάνω σε καβγά. Βρέθηκε ~γμένος. Πβ. κατακρεουργώ.|| ~χτηκαν πολλοί αιχμάλωτοι. Πβ. σφαγιάζω.|| (προφ.) Φωνάζει σαν να τον ~ουν! (απειλητ.) Αν μάθει τι έκανες, θα σε ~ξει! || (μτφ.) Ο καθηγητής μάς ~ξε στη βαθμολογία (: έβαλε πολύ χαμηλούς βαθμούς). (ΑΘΛ.) Ο διαιτητής ~ξε την ομάδα (: την αδίκησε κατάφωρα). Πβ. κατα~.2. (προφ.-μτφ.) προκαλώ πόνο, οδύνη: ~ κάποιον με το βλέμμα/τα λόγια. Αισθάνομαι έναν πόνο να μου ~ει τη μέση. Πβ. πληγώνω. ● ΦΡ.: δε(ν) σφάξανε! (εμφατ.-ειρων.): για απόλυτη άρνηση, αποκλείεται: Θες να τον συγχωρήσω μετά από όσα έκανε; ~ ~!, θα τον/τη σφάξω στο γόνατο (εμφατ.-συνήθ. μτφ.): ως απειλή: Όποιος σε πειράξει, θα τον ~ ~!, πού σε πονεί και πού σε σφάζει/κόφτει (προφ.): για άγριο ξυλοφόρτωμα: Τον γράπωσε και ~ ~.|| (μτφ.) Άνοιξε το στόμα του και ~ ~., σφάζω με το βαμβάκι/μπαμπάκι: επιπλήττω ή επικρίνω κάποιον με ευγενικό ή έμμεσο τρόπο: Από τη μια σε ~ει με το βαμβάκι, από την άλλη σου χαμογελάει. Βλ. με το γάντι., σαν να σφάζουν γουρούνι βλ. γουρούνι, σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω βλ. αγιάζω [< 1: αρχ. σφάζω]
αγιάζω
αγιάζω [ἁγιάζω] α-γιά-ζω & (επίσ. σ-γι-ά-ζω) ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγία-σα (λαϊκό) άγιασα, αγιά-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (μτβ.) (για κληρικό) ραντίζω με αγιασμένο νερό, ευλογώ με κατάλληλες ευχές: Τα Θεοφάνεια οι ιερείς ~ουν τα νερά. Ο παπάς ~σε το αυτοκίνητο/τα κόλλυβα/το σπίτι. ~στηκε το πρόσφορο. Βλ. εξ~. ΣΥΝ. καθαγιάζω 2. (αμτβ.) γίνομαι, αναγνωρίζομαι ως άγιος: ~σε με τον βίο και τον μαρτυρικό του θάνατο. Ασκήτεψε και ~σε (= αγιοποιήθηκε).|| (μτφ.) Κανένας δεν ~σε στον τόπο του (: δεν αναγνωρίστηκε η αξία του). Με τα λόγια κανείς ποτέ δεν ~σε! (: οι πράξεις έχουν βαρύνουσα σημασία). ● ΦΡ.: γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου!: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που είπε κάποιος., και να θες ν' αγιάσεις (δεν σ' αφήνει/δεν μπορείς) (εμφατ.): σε περιπτώσεις που ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση ενοχλεί και σκανδαλίζει τους άλλους, κάνοντάς τους να παρεκτρέπονται: Με τόσους πειρασμούς και να θες ν' αγιάσεις, δεν μπορείς., ν' αγιάσεις (σπάν.-λαϊκό): ως παράκληση ή έντονη προτροπή, για να πει ή να κάνει κάποιος κάτι: Πες μου, ~ ~, έχω δίκιο ή όχι; Άντε μπράβο ~ ~, κάνε αυτό που σου λέω. Πβ. να σε χαρώ/να χαρείς., ν' αγιάσουν τα κόκαλά του/τα πεθαμένα σου/τα χέρια τους/τα χώματα που κείτεται: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που συνέβη ή ως προτροπή, για να γίνει κάτι. Πβ. να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου., σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος μένει προκλητικά αδιάφορος σε εχθρικές ενέργειες, σκύβει υποτακτικά το κεφάλι ή υποβάλλεται σε κάποια άσκοπη θυσία., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα βλ. σκοπός ● βλ. αγιασμένος [< μτγν. ἁγιάζω]
γουρούνι
γουρούνι γου-ρού-νι ουσ. (ουδ.) {γουρουν-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. παμφάγο κατοικίδιο θηλαστικό (οικογ. Suidae) με μεγάλο σώμα και κοντά πόδια, που εκτρέφεται για το κρέας και το δέρμα του: άγριο (= αγριογούρουνο, κάπρος)/καλοθρεμμένο ~. Εκτροφή ~ιών. Tο ~ γρυλίζει/σκούζει/κυλιέται στη λάσπη. ΣΥΝ. χοίρος 2. (υβριστ.) άξεστος, χυδαίος ή αναίσθητος άνθρωπος: όρθιο ~. Είναι πολύ ~! Φέρθηκε σαν ~. Πβ. γαϊδούρι, κτήνος.3. (μειωτ.) χοντρός, λαίμαργος ή βρόμικος άνθρωπος: Tρώω σαν ~. Zει σαν τα ~ια (: μέσα στη βρομιά). ● Υποκ.: γουρουνάκι (το) ● ΦΡ.: (αγοράζω/παίρνω) γουρούνι στο σακί (μτφ.-προφ.): για βιαστική, επιπόλαιη απόφαση, κυρ. σε περιπτώσεις αγοράς ενός προϊόντος ή επιλογής συντρόφου: Να το δω πρώτα! Δεν θα πάρω ~ ~ (πβ. ό,τι κι ό,τι)., όλα τα γουρούνια έχουνε την ίδια μούρη/μια μύτη έχουνε (μειωτ.): για τα κοινά χαρακτηριστικά ανθρώπων που ανήκουν στον ίδιο (επαγγελματικό, πολιτικό, κοινωνικό) χώρο., σαν να σφάζουν γουρούνι (προφ.): για οξύ, διαπεραστικό και ενοχλητικό ήχο., σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι (παροιμ.): ματαιοπονεί όποιος επιδιώκει να αλλάξει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. ΣΥΝ. τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς [< μεσν. γουρούνιν]
ΜΕ
ΜΕ (η) 1. Μέση Εκπαίδευση. 2. Μονάδα Επιστρατεύσεως.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.