Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σφάζω σφά-ζω ρ. (μτβ.) {έσφα-ξα, σφά-ξει, -χτηκε (λόγ.) εσφάγη, -χτεί (λόγ.) -γεί, -γμένος, σφάζ-οντας} 1. θανατώνω (άνθρωπο ή ζώο) με αιχμηρό αντικείμενο, συνήθ. μαχαίρι· ειδικότ. φονεύω πλήθος ανθρώπων: ~ ένα αρνί/μια κότα.|| ~χτηκαν πάνω σε καβγά. Βρέθηκε ~γμένος. Πβ. κατακρεουργώ.|| ~χτηκαν πολλοί αιχμάλωτοι. Πβ. σφαγιάζω.|| (προφ.) Φωνάζει σαν να τον ~ουν! (απειλητ.) Αν μάθει τι έκανες, θα σε ~ξει! || (μτφ.) Ο καθηγητής μάς ~ξε στη βαθμολογία (: έβαλε πολύ χαμηλούς βαθμούς). (ΑΘΛ.) Ο διαιτητής ~ξε την ομάδα (: την αδίκησε κατάφωρα). Πβ. κατα~. 2. (προφ.-μτφ.) προκαλώ πόνο, οδύνη: ~ κάποιον με το βλέμμα/τα λόγια. Αισθάνομαι έναν πόνο να μου ~ει τη μέση. Πβ. πληγώνω. ● ΦΡ.: δε(ν) σφάξανε! (εμφατ.-ειρων.): για απόλυτη άρνηση, αποκλείεται: Θες να τον συγχωρήσω μετά από όσα έκανε; ~ ~!, θα τον/τη σφάξω στο γόνατο (εμφατ.-συνήθ. μτφ.): ως απειλή: Όποιος σε πειράξει, θα τον ~ ~!, πού σε πονεί και πού σε σφάζει/κόφτει (προφ.): για άγριο ξυλοφόρτωμα: Τον γράπωσε και ~ ~.|| (μτφ.) Άνοιξε το στόμα του και ~ ~., σφάζω με το βαμβάκι/μπαμπάκι: επιπλήττω ή επικρίνω κάποιον με ευγενικό ή έμμεσο τρόπο: Από τη μια σε ~ει με το βαμβάκι, από την άλλη σου χαμογελάει. Βλ. με το γάντι., σαν να σφάζουν γουρούνι βλ. γουρούνι, σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω βλ. αγιάζω [< 1: αρχ. σφάζω]

αγιάζω

αγιάζω [ἁγιάζω] α-γιά-ζω & (επίσ. σ-γι-ά-ζω) ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγία-σα (λαϊκό) άγιασα, αγιά-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (μτβ.) (για κληρικό) ραντίζω με αγιασμένο νερό, ευλογώ με κατάλληλες ευχές: Τα Θεοφάνεια οι ιερείς ~ουν τα νερά. Ο παπάς ~σε το αυτοκίνητο/τα κόλλυβα/το σπίτι. ~στηκε το πρόσφορο. Βλ. εξ~. ΣΥΝ. καθαγιάζω 2. (αμτβ.) γίνομαι, αναγνωρίζομαι ως άγιος: ~σε με τον βίο και τον μαρτυρικό του θάνατο. Ασκήτεψε και ~σε (= αγιοποιήθηκε).|| (μτφ.) Κανένας δεν ~σε στον τόπο του (: δεν αναγνωρίστηκε η αξία του). Με τα λόγια κανείς ποτέ δεν ~σε! (: οι πράξεις έχουν βαρύνουσα σημασία). ● ΦΡ.: γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου!: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που είπε κάποιος., και να θες ν' αγιάσεις (δεν σ' αφήνει/δεν μπορείς) (εμφατ.): σε περιπτώσεις που ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση ενοχλεί και σκανδαλίζει τους άλλους, κάνοντάς τους να παρεκτρέπονται: Με τόσους πειρασμούς και να θες ν' αγιάσεις, δεν μπορείς., ν' αγιάσεις (σπάν.-λαϊκό): ως παράκληση ή έντονη προτροπή, για να πει ή να κάνει κάποιος κάτι: Πες μου, ~ ~, έχω δίκιο ή όχι; Άντε μπράβο ~ ~, κάνε αυτό που σου λέω. Πβ. να σε χαρώ/να χαρείς., ν' αγιάσουν τα κόκαλά του/τα πεθαμένα σου/τα χέρια τους/τα χώματα που κείτεται: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που συνέβη ή ως προτροπή, για να γίνει κάτι. Πβ. να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου., σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος μένει προκλητικά αδιάφορος σε εχθρικές ενέργειες, σκύβει υποτακτικά το κεφάλι ή υποβάλλεται σε κάποια άσκοπη θυσία., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα βλ. σκοπός ● βλ. αγιασμένος [< μτγν. ἁγιάζω]

γουρούνι

γουρούνι γου-ρού-νι ουσ. (ουδ.) {γουρουν-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. παμφάγο κατοικίδιο θηλαστικό (οικογ. Suidae) με μεγάλο σώμα και κοντά πόδια, που εκτρέφεται για το κρέας και το δέρμα του: άγριο (= αγριογούρουνο, κάπρος)/καλοθρεμμένο ~. Εκτροφή ~ιών. Tο ~ γρυλίζει/σκούζει/κυλιέται στη λάσπη. ΣΥΝ. χοίρος 2. (υβριστ.) άξεστος, χυδαίος ή αναίσθητος άνθρωπος: όρθιο ~. Είναι πολύ ~! Φέρθηκε σαν ~. Πβ. γαϊδούρι, κτήνος. 3. (μειωτ.) χοντρός, λαίμαργος ή βρόμικος άνθρωπος: Tρώω σαν ~. Zει σαν τα ~ια (: μέσα στη βρομιά). ● Υποκ.: γουρουνάκι (το) ● ΦΡ.: (αγοράζω/παίρνω) γουρούνι στο σακί (μτφ.-προφ.): για βιαστική, επιπόλαιη απόφαση, κυρ. σε περιπτώσεις αγοράς ενός προϊόντος ή επιλογής συντρόφου: Να το δω πρώτα! Δεν θα πάρω ~ ~ (πβ. ό,τι κι ό,τι)., όλα τα γουρούνια έχουνε την ίδια μούρη/μια μύτη έχουνε (μειωτ.): για τα κοινά χαρακτηριστικά ανθρώπων που ανήκουν στον ίδιο (επαγγελματικό, πολιτικό, κοινωνικό) χώρο., σαν να σφάζουν γουρούνι (προφ.): για οξύ, διαπεραστικό και ενοχλητικό ήχο., σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι (παροιμ.): ματαιοπονεί όποιος επιδιώκει να αλλάξει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. ΣΥΝ. τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς [< μεσν. γουρούνιν]

ΜΕ

ΜΕ (η) 1. Μέση Εκπαίδευση. 2. Μονάδα Επιστρατεύσεως.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.