Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σφηκοφωλιά σφη-κο-φω-λιά ουσ. (θηλ.) 1. φωλιά που φτιάχνουν οι σφήκες: ~ από λάσπη.|| (μτφ.) Φόρεμα σε στιλ ~άς (: με πτυχώσεις, σούρες). 2. (μτφ.) κλειστός κύκλος προσώπων που έχουν συνήθ. ύποπτη δράση και ο τόπος συγκέντρωσής τους: Πβ. κύκλωμα.|| ~ εξτρεμιστών/τρομοκρατών. Πβ. άντρο, φιδοφωλιά.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.