Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σφιγκτήρας σφι-γκτή-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. σύνολο μυών που συστέλλουν ή κλείνουν κοιλότητα ή πόρο του σώματος: οισοφαγικός/πρωκτικός ~. ~ της ουρήθρας/του πυλωρού/του στόματος. Πβ. δακτύλιος.|| Τεχνητός ~.|| (ως επίθ.) ~ μυς των βλεφάρων. 2. ΤΕΧΝΟΛ. κάθε εργαλείο, όργανο που σφίγγει ή/και συγκρατεί αντικείμενα: κωνικός/μεταλλικός ~. Πλαστικοί ~ες. ~ στερέωσης. ~ καλωδίου/συρματόσχοινου/σωλήνα. Πβ. μέγγενη, συ~. Βλ. εντατήρας, -τήρας. 3. ΖΩΟΛ. κατηγορία τροπικών φιδιών (π.χ. βόας, πύθωνας), τα οποία σκοτώνουν τα θύματά τους περισφίγγοντάς τα μέχρι θανάτου. [< μτγν. σφιγκτήρ 1: γαλλ.-αγλλ. sphincter]

εντατήρας

εντατήρας [ἐντατήρας] ε-ντα-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. κάθε εργαλείο, όργανο με το οποίο τεντώνεται κάτι: ~ αλυσίδας/ιμάντα. Βλ. προ~, σφιγκτήρας, -τήρας.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.