σφιγκτήρας σφι-γκτή-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. σύνολο μυών που συστέλλουν ή κλείνουν κοιλότητα ή πόρο του σώματος: οισοφαγικός/πρωκτικός ~. ~ της ουρήθρας/του πυλωρού/του στόματος. Πβ. δακτύλιος.|| Τεχνητός ~.|| (ως επίθ.) ~ μυς των βλεφάρων.2. ΤΕΧΝΟΛ. κάθε εργαλείο, όργανο που σφίγγει ή/και συγκρατεί αντικείμενα: κωνικός/μεταλλικός ~. Πλαστικοί ~ες. ~ στερέωσης. ~ καλωδίου/συρματόσχοινου/σωλήνα. Πβ. μέγγενη, συ~. Βλ. εντατήρας, -τήρας.3. ΖΩΟΛ. κατηγορία τροπικών φιδιών (π.χ. βόας, πύθωνας), τα οποία σκοτώνουν τα θύματά τους περισφίγγοντάς τα μέχρι θανάτου. [< μτγν. σφιγκτήρ 1: γαλλ.-αγλλ. sphincter]
εντατήρας
εντατήρας [ἐντατήρας] ε-ντα-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. κάθε εργαλείο, όργανο με το οποίο τεντώνεται κάτι: ~ αλυσίδας/ιμάντα. Βλ. προ~, σφιγκτήρας, -τήρας.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.