Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σφιχταγκαλιάζω σφι-χτα-γκα-λιά-ζω ρ. (μτβ.) {σφιχταγκάλια-σα, -στηκε, -σμένος} 1. αγκαλιάζω κάποιον ή κάτι σφιχτά: ~σε το παιδί της και το φίλησε θερμά. Ανυπομονώ να ~σω τους γονείς μου. ~σμένο: ζευγάρι.|| (μτφ.-επιτατ.) Η ομάδα ~σε την πρόκριση. 2. (μτφ.-λογοτ.) πιέζω έντονα, περικυκλώνω ή τυλίγω: Την έχει ~σει η απελπισία. Πβ. ζώνω.|| Η παραλία ~ει το λιμάνι (πβ. περικλείω).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.