Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σφούγγισμα σφούγ-γι-σμα ουσ. (ουδ.) (σπάν.): η ενέργεια του σφουγγίζω. Βλ. σκούπισμα, στέγνωμα.

σκούπισμα

σκούπισμασκού-πι-σμα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια του σκουπίζω: ~ δαπέδων/χαλιών. ~ με ηλεκτρική σκούπα. Το σπίτι ήθελε ~ και σφουγγάρισμα.|| ~ πιάτων/χεριών. Χαρτί για ~. Πβ. στέγνωμα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.