Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σφυρίζω σφυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σφύρι-ξα, -ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, σφυρίζ-οντας, σφυρι-γμένος} & σφυράω 1. παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο, φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη μου ή χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα: ~ έναν σκοπό/μια μελωδία. Έκανε δουλειές ~οντας το αγαπημένο του τραγούδι. Ο νεαρός ~ξε στην όμορφη περαστική (βλ. κορτάρω, φλερτάρω). ~ συνθηματικά.|| O διαιτητής ~ξε την έναρξη/τη λήξη (του αγώνα)/πέναλτι/φάουλ.|| (μτφ.) Ο ... θα ~ξει τον αγώνα (: θα είναι διαιτητής).|| (κατ' επέκτ.) Ο αέρας/ο βραστήρας/το μεγάφωνο/το πλοίο/το ραδιόφωνο ~ει. Το τρένο ~ξε για αναχώρηση. Μόλις η χύτρα αρχίζει να ~ει, χαμηλώνουμε τη φωτιά. ~ουν τ' αυτιά μου (= βουίζουν). Οι σφαίρες σφύριζαν εφιαλτικά. Πβ. συρίζει. 2. (προφ.-μτφ.) γνωστοποιώ κάτι σε κάποιον, συνήθ. κρυφά: Μου ~ξαν τα θέματα των εξετάσεων. ΣΥΝ. καταδίδω, μαρτυρώ (2) 3. αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω: Οι θεατές σφύριζαν κατά του σκηνοθέτη. Η απαράδεκτη παράσταση ~χτηκε από το κοινό. ΑΝΤ. επιδοκιμάζω ● ΦΡ.: αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι αποκλείεται να γίνει: Αν περιμένεις να σου ξαναμιλήσει μετά απ' όσα του είπες, ~ ~! Άμα βγάλεις άκρη, ~ ~!, σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα (προφ.): προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω ή δεν με απασχολεί κάτι, αδιαφορώ: ~ει ~ με ύφος "πέρα βρέχει". Πβ. κάνει τον Κινέζο/το κουνέλι., ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι [< μεσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω]

κορτάρω

κορτάρω κορ-τά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κόρταρε κ. κορτάριζε, συνήθ. στο ενεστ. θ.} (παλαιότ.-προφ.): φλερτάρω, ερωτοτροπώ.

πουλάκι

πουλάκι που-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. μικρό πτηνό: Τα ~ια κελαηδούν/τιτιβίζουν. 2. (προφ.) το γεννητικό όργανο συνήθ. αγοριού. ΣΥΝ. τσουτσουνάκι ● ΦΡ.: (πάει,) πέταξε το πουλάκι/πουλί! (προφ.): χάθηκε η ευκαιρία, η δυνατότητα: Ελπίζω να μην καθυστερήσει, γιατί τότε ~ ~. Τώρα είναι πια αργά, ~ ~., α, το πουλάκι μου! (ειρων.): όταν γίνει αντιληπτό ότι κάποιο φαινομενικά αθώο πρόσωπο έχει κάνει κάτι μεμπτό: ~ ~! Μας κορόιδευε τόσο καιρό!, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε (προφ.): κάποιος μου είπε κρυφά: ~ ~ ότι/πως λες ψέματα. Πού το έμαθες εσύ αυτό; -Μου τό 'πε ένα πουλάκι., κοίτα το πουλάκι! (συνήθ. παλαιότ.): για να εστιαστεί η προσοχή του προσώπου που φωτογραφίζεται στον φακό., πουλάκι μου: οικ. προσφών. πολυαγαπημένου προσώπου νεαρής ηλικίας: Κοιμάται το ~ (= μωρό) μου! Τι έχεις, ~ ~/τι έχει το ~ ~; Ήρθαν τα ~ια ~ (: πιτσουνάκια μου)!, τρία πουλάκια κάθονται/κάθονταν (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι που ειπώθηκε είναι άσχετο με το θέμα ή ότι κάποιος είναι αδιάφορος ή ανόητος: Καλά! ~ ~, μου φαίνεται ότι δεν ξέρει τι λέει. Εγώ προσπαθώ να του εξηγήσω, κι αυτός είναι ~ ~ (πβ. πέρα βρέχει)., τρώει σαν πουλάκι (προφ.): είναι λιτοδίαιτος., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, κοιμάμαι σαν πουλάκι/αρνάκι βλ. κοιμάμαι ● βλ. πουλί [< μεσν. πουλάκι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.