σφυρίζω σφυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σφύρι-ξα, -ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, σφυρίζ-οντας, σφυρι-γμένος} & σφυράω 1. παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο, φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη μου ή χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα: ~ έναν σκοπό/μια μελωδία. Έκανε δουλειές ~οντας το αγαπημένο του τραγούδι. Ο νεαρός ~ξε στην όμορφη περαστική (βλ. κορτάρω, φλερτάρω). ~ συνθηματικά.|| O διαιτητής ~ξε την έναρξη/τη λήξη (του αγώνα)/πέναλτι/φάουλ.|| (μτφ.) Ο ... θα ~ξει τον αγώνα (: θα είναι διαιτητής).|| (κατ' επέκτ.) Ο αέρας/ο βραστήρας/το μεγάφωνο/το πλοίο/το ραδιόφωνο ~ει. Το τρένο ~ξε για αναχώρηση. Μόλις η χύτρα αρχίζει να ~ει, χαμηλώνουμε τη φωτιά. ~ουν τ' αυτιά μου (= βουίζουν). Οι σφαίρες σφύριζαν εφιαλτικά. Πβ. συρίζει.2. (προφ.-μτφ.) γνωστοποιώ κάτι σε κάποιον, συνήθ. κρυφά: Μου ~ξαν τα θέματα των εξετάσεων. ΣΥΝ. καταδίδω, μαρτυρώ (2) 3. αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω: Οι θεατές σφύριζαν κατά του σκηνοθέτη. Η απαράδεκτη παράσταση ~χτηκε από το κοινό. ΑΝΤ. επιδοκιμάζω ● ΦΡ.: αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι αποκλείεται να γίνει: Αν περιμένεις να σου ξαναμιλήσει μετά απ' όσα του είπες, ~ ~! Άμα βγάλεις άκρη, ~ ~!, σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα (προφ.): προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω ή δεν με απασχολεί κάτι, αδιαφορώ: ~ει ~ με ύφος "πέρα βρέχει". Πβ. κάνει τον Κινέζο/το κουνέλι., ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι [< μεσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω]
πουλάκι που-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. μικρό πτηνό: Τα ~ια κελαηδούν/τιτιβίζουν.2. (προφ.) το γεννητικό όργανο συνήθ. αγοριού. ΣΥΝ. τσουτσουνάκι ● ΦΡ.: (πάει,) πέταξε το πουλάκι/πουλί! (προφ.): χάθηκε η ευκαιρία, η δυνατότητα: Ελπίζω να μην καθυστερήσει, γιατί τότε ~ ~. Τώρα είναι πια αργά, ~ ~., α, το πουλάκι μου! (ειρων.): όταν γίνει αντιληπτό ότι κάποιο φαινομενικά αθώο πρόσωπο έχει κάνει κάτι μεμπτό: ~ ~! Μας κορόιδευε τόσο καιρό!, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε (προφ.): κάποιος μου είπε κρυφά: ~ ~ ότι/πως λες ψέματα. Πού το έμαθες εσύ αυτό; -Μου τό 'πε ένα πουλάκι., κοίτα το πουλάκι! (συνήθ. παλαιότ.): για να εστιαστεί η προσοχή του προσώπου που φωτογραφίζεται στον φακό., πουλάκι μου: οικ. προσφών. πολυαγαπημένου προσώπου νεαρής ηλικίας: Κοιμάται το ~ (= μωρό) μου! Τι έχεις, ~ ~/τι έχει το ~ ~; Ήρθαν τα ~ια ~ (: πιτσουνάκια μου)!, τρία πουλάκια κάθονται/κάθονταν (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι που ειπώθηκε είναι άσχετο με το θέμα ή ότι κάποιος είναι αδιάφορος ή ανόητος: Καλά! ~ ~, μου φαίνεται ότι δεν ξέρει τι λέει. Εγώ προσπαθώ να του εξηγήσω, κι αυτός είναι ~ ~ (πβ. πέρα βρέχει)., τρώει σαν πουλάκι (προφ.): είναι λιτοδίαιτος., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, κοιμάμαι σαν πουλάκι/αρνάκι βλ. κοιμάμαι ● βλ. πουλί [< μεσν. πουλάκι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.