Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • σφύρα [σφῦρα] σφύ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΘΛ. μεταλλική σφαίρα που συνδέεται μέσω ατσάλινου σύρματος με λαβή και χρησιμοποιείται στο άθλημα της σφυροβολίας· συνεκδ. το ίδιο το άθλημα: Έριξε τη ~ στα ... μέτρα.|| Αγωνίζεται/προπονείται στη ~. Πήρε το χάλκινο μετάλλιο στη ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. σφυρί ή άλλο εργαλείο παρόμοιου σχήματος ή ειδικό κρουστικό μηχάνημα για θραύση, διάτρηση ή παραμόρφωση μετάλλων, πετρωμάτων: μηχανική ~. 3. ΑΝΑΤ. το πρώτο από τα τρία μικρά οστά του μέσου αυτιού των θηλαστικών, ανάμεσα στον άκμονα και τον αναβολέα. 4. ΤΕΧΝΟΛ. επικρουστήρας. ● ΦΡ.: μεταξύ σφύρας και άκμονος/άκμονα βλ. άκμονας [< αρχ. σφῦρα ‘σφυρί, σκαπάνη’, γαλλ. marteau]
  • σφυράω βλ. σφυρίζω

άκμονας

άκμονας [ἄκμονας] άκ-μο-νας ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. αμόνι: χάλκινος ~.|| (μτφ.) Σφυρηλατήθηκε στον ~α της πολιτικής αντιπαράθεσης. 2. ΑΝΑΤ. το ένα από τα τρία οστάρια του μέσου αυτιού που μεταδίδει, μαζί με τον αναβολέα και τη σφύρα, τις δονήσεις από την τυμπανική μεμβράνη στο εσωτερικό αυτί. ● ΦΡ.: μεταξύ σφύρας και άκμονος/άκμονα (λόγ.-μτφ.): για κάποιον που δέχεται αμφίπλευρες επιθέσεις ή πιέσεις, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο εμπόδια, πυρά, σε πολύ δύσκολη θέση: Ακροβατώ/κινούμαι/παλεύω/σχοινοβατώ ~ ~. [< 1: αρχ. ἄκμων 2: γαλλ. enclume]

σφυρίζω

σφυρίζω σφυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σφύρι-ξα, -ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, σφυρίζ-οντας, σφυρι-γμένος} & σφυράω 1. παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο, φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη μου ή χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα: ~ έναν σκοπό/μια μελωδία. Έκανε δουλειές ~οντας το αγαπημένο του τραγούδι. Ο νεαρός ~ξε στην όμορφη περαστική (βλ. κορτάρω, φλερτάρω). ~ συνθηματικά.|| O διαιτητής ~ξε την έναρξη/τη λήξη (του αγώνα)/πέναλτι/φάουλ.|| (μτφ.) Ο ... θα ~ξει τον αγώνα (: θα είναι διαιτητής).|| (κατ' επέκτ.) Ο αέρας/ο βραστήρας/το μεγάφωνο/το πλοίο/το ραδιόφωνο ~ει. Το τρένο ~ξε για αναχώρηση. Μόλις η χύτρα αρχίζει να ~ει, χαμηλώνουμε τη φωτιά. ~ουν τ' αυτιά μου (= βουίζουν). Οι σφαίρες σφύριζαν εφιαλτικά. Πβ. συρίζει. 2. (προφ.-μτφ.) γνωστοποιώ κάτι σε κάποιον, συνήθ. κρυφά: Μου ~ξαν τα θέματα των εξετάσεων. ΣΥΝ. καταδίδω, μαρτυρώ (2) 3. αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω: Οι θεατές σφύριζαν κατά του σκηνοθέτη. Η απαράδεκτη παράσταση ~χτηκε από το κοινό. ΑΝΤ. επιδοκιμάζω ● ΦΡ.: αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι αποκλείεται να γίνει: Αν περιμένεις να σου ξαναμιλήσει μετά απ' όσα του είπες, ~ ~! Άμα βγάλεις άκρη, ~ ~!, σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα (προφ.): προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω ή δεν με απασχολεί κάτι, αδιαφορώ: ~ει ~ με ύφος "πέρα βρέχει". Πβ. κάνει τον Κινέζο/το κουνέλι., ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι [< μεσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.