Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σχάση σχά-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. άνοιγμα, σκίσιμο πληγής για θεραπευτικούς λόγους: ~ αποστήματος. ~ για εξαγωγή πύου. 2. ΒΙΟΛ. ασεξουαλική αναπαραγωγική διαδικασία κατά την οποία το κύτταρο χωρίζεται σε δύο ή περισσότερα θυγατρικά κύτταρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρηνική σχάση & σχάση & (σπάν.) πυρηνική διάσπαση: ΦΥΣ. ΠΥΡ. φυσικός ή τεχνητός διαχωρισμός ασταθούς πυρήνα σε δύο (ή σπάν. περισσότερους) περίπου ισοβαρείς πυρήνες, με ταυτόχρονη απελευθέρωση μεγάλης ποσότητας ενέργειας: αντιδράσεις/βόμβα ~ης (βλ. ατομική βόμβα). ~ ~ του ουρανίου. Παραπροϊόντα της ~ής ~ης. ΣΥΝ. διάσπαση του ατόμου ΑΝΤ. πυρηνική σύντηξη [< αγγλ. nuclear fission, 1939] [< μτγν. σχάσις ‘σχισμή, εντομή’, αγγλ. fission, γαλλ. ~, 1938]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.