ανθρωπινός, ή, ό [ἀνθρωπινός] αν-θρω-πι-νός επίθ. (προφ.) 1. που είναι κατάλληλος για άνθρωπο ή αντάξιός του: ~ός: ύπνος. ~ή: ζωή/συμπεριφορά. ~ό: μεροκάματο/σπίτι. ~ές: συνθήκες. ~ά: λόγια/ρούχα (ΣΥΝ. της ανθρωπιάς, της προκοπής). Πβ. αξιοπρεπής, ευπρεπής, κόσμιος. 2. (λαϊκό) που ανήκει στον άνθρωπο. ΣΥΝ. ανθρώπινος (1) ● επίρρ.: ανθρωπινά [< μεσν. ανθρωπινός]
διαπροσωπικός, ή, ό δι-α-προ-σω-πι-κός επίθ.: που υπάρχει, αναπτύσσεται ή συντελείται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα: ~ός: ανταγωνισμός. ~ή: επαφή/επικοινωνία. ~ά: προβλήματα. Σε ~ό επίπεδο. Πβ. διανθρώπινος, διατομικός. ● ΣΥΜΠΛ.: διαπροσωπικές σχέσεις: σχέσεις μεταξύ προσώπων: Η αμοιβαιότητα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο των ~ών ~εων. [< αγγλ. interpersonal relationships] [< γαλλ. interpersonnel, 1920]
διεθνής, ής, ές δι-ε-θνής επίθ. 1. που αναφέρεται ή ανήκει σε όλα τα έθνη ή σε πολλά από αυτά: ~ής: διαγωνισμός/θεσμός/κώδικας (π.χ. δεοντολογίας). ~ής: ανάπτυξη/διάσκεψη/έκθεση (βλ. ΔΕΘ)/επιτροπή/επιτυχία/καριέρα/κοινή γνώμη/κουζίνα/οικονομία/πολιτική/σκηνή/συνεργασία/φήμη. ~ές: αεροδρόμιο/εμπόριο/συνέδριο/τουρνουά/φεστιβάλ/φόρουμ. ~είς: κανονισμοί/νόμοι/παρατηρητές. ~είς: αερομεταφορές/διοργανώσεις/συγκρούσεις/συμφωνίες. ~ή: βραβεία/δίκτυα/προβλήματα/προγράμματα (π.χ. σπουδών)/πρότυπα (βλ. ISO). ~ής Ερυθρός Σταυρός/Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας. Πιανίστας με ~ή αναγνώριση. Πβ. διεθν-, οικουμεν-ικός, παγκόσμιος. ΑΝΤ. εθνικός, τοπικός (1) 2. ΑΘΛ. που συμμετέχει σε αθλητικό αγώνα μεταξύ εθνικών ομάδων: ~ής: άσος/διαιτητής/παίκτης.|| (ως ουσ.) Οι φίλαθλοι στήριξαν με πάθος τους ~είς. Βλ. -εθνής. ● Ουσ.: διεθνή (τα): ειδήσεις από το εξωτερικό., διεθνής (η) (αρνητ. συνυποδ.): άτομα ή ομάδες με οργανωμένα συμφέροντα και παγκόσμια δράση: η ~ του εγκλήματος/του κεφαλαίου/των ναρκωτικών/της τρομοκρατίας. ● επίρρ.: διεθνώς [-ῶς] (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: διεθνείς σχέσεις: ΠΟΛΙΤ. επιστημονικός κλάδος που μελετά κυρ. από πολιτική άποψη τις διακρατικές σχέσεις. [< αγγλ. international relations, 1914] , Διεθνές Σύστημα Μονάδων: παγκοσμίως αποδεκτό σύστημα μονάδων μέτρησης. [< αγγλ. International System of Units (SI), 1932] , Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο βλ. δίκαιο, Διεθνές Δικαστήριο (της Χάγης) βλ. δικαστήριο, διεθνές επιστημονικό λεξιλόγιο βλ. λεξιλόγιο, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βλ. ταμείο, διεθνές φωνητικό αλφάβητο βλ. αλφάβητο, Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα βλ. λογιστικός, διεθνή νόμιμα βλ. νόμιμος, διεθνή ύδατα βλ. ύδωρ, Διεθνής Αμνηστία βλ. αμνηστία, Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού βλ. λογαριασμός, διεθνής κοινότητα βλ. κοινότητα, Ευρωπαϊκό/Διεθνές/Παγκόσμιο Έτος βλ. έτος, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο βλ. δίκαιο, Καταστασιακή Διεθνής βλ. καταστασιακός, Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών βλ. τράπεζα [< γαλλ.-αγγλ. international]
εργασιακός, ή, ό [ἐργασιακός] ερ-γα-σι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με εργασία: ~ός: βίος/νόμος/φόρτος/χρόνος/χώρος. ~ή: (αν)ασφάλεια/απασχόληση/ικανοποίηση/πείρα. ~ό: δίκαιο/καθεστώς/μέλλον/περιβάλλον/στρες. ~οί: κανόνες/σύμβουλοι. ~ές: συμβάσεις/συνθήκες. ~ά: δικαιώματα/καθήκοντα. ● επίρρ.: εργασιακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εργασιακές σχέσεις: που αναπτύσσονται μεταξύ εργοδοτών-εργαζομένων: ελαστικές/ευέλικτες ~ ~. Βελτίωση/διασφάλιση/ρύθμιση/σύστημα των ~ών ~εων. [< αγγλ. labour relations, 1943] , βιομηχανική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, επαγγελματική κινητικότητα βλ. κινητικότητα, εργασιακή εφεδρεία βλ. εφεδρεία
ισοδυναμία [ἰσοδυναμία] ι-σο-δυ-να-μί-α ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του ισοδύναμου: ~ τίτλων (σπουδών). Πιστοποιητικό ~ας διπλώματος μηχανικού με μάστερ.|| (ΦΥΣ.) ~ μάζας και ενέργειας.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ αγοραστικών δυνάμεων/γραμματίων/επιτοκίων. Κλίμακα ~ας.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ εδρών μεταξύ των συνδικαλιστικών παρατάξεων.|| (ΜΑΘ.) ~ κλασμάτων (: που έχουν την ίδια αριθμητική αξία, αλλά διαφορετικούς αριθμητές και παρονομαστές)/συνόλων.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ στη μετάφραση (: οι συνωνυμικές δυνατότητες). Πβ. αντιστοιχία, ισοτιμία. Βλ. βιοϊσοδυναμία, ισότητα, ταυτότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή της ισοδυναμίας: ΦΥΣ. θεμελιώδες αξίωμα της θεωρίας της σχετικότητας σύμφωνα με το οποίο το αποτέλεσμα της επίδρασης βαρυτικού πεδίου σε ένα σώμα είναι ισοδύναμο προς την επιτάχυνσή του., λογική ισοδυναμία: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. (στη Λογική) ιδιότητα που συνδέει δύο προτάσεις που έχουν τις ίδιες τιμές αληθείας., σχέση ισοδυναμίας: ΜΑΘ. διμελής σχέση των στοιχείων συνόλου η οποία είναι ανακλαστική, συμμετρική και μεταβατική: Η ισότητα είναι ~ ~., κλάση ισοδυναμίας βλ. κλάση2 [< μτγν. ἰσοδυναμία, γαλλ. équivalence, isodynamie]
πελατειακός, ή, ό πε-λα-τει-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με την πελατεία, τους πελάτες ή τις πελατειακές σχέσεις: ~ή: βάση (μιας εταιρείας). ~ό: κοινό. ~ές: ανάγκες/απαιτήσεις.|| (μτφ.) ~ή: αντίληψη/λογική. ~ό: κράτος/σύστημα (= ρουσφετολογικό). ~ές: σκοπιμότητες. ~ά: κριτήρια. ~ μηχανισμός (των κομμάτων). ● επίρρ.: πελατειακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: πελατειακές σχέσεις: παροχή υπηρεσιών και ποικίλων εξυπηρετήσεων (διορισμών, μεταθέσεων) εκ μέρους πολιτικών προσώπων, με αντάλλαγμα την ψήφο των πολιτών. Βλ. λαϊκισμός, πατρωνία.
προγαμιαίος, α, ο [προγαμιαῖος] προ-γα-μι-αί-ος επίθ.: που γίνεται πριν από τον γάμο: ~ο: συμβόλαιο/συμφωνητικό. Βλ. -ιαίος. ● ΣΥΜΠΛ.: προγαμιαίες σχέσεις & προγαμιαίο σεξ: σεξουαλική επαφή πριν από τον γάμο. [< μεσν. προγαμιαίος, αγγλ. premarital]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ