Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σχέση σχέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. αμοιβαία επαφή, επικοινωνία, αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, ομάδων: αδελφική/επαγγελματική/εταιρική/παιδαγωγική/προβληματική/σοβαρή/στενή/συγγενική/συμβατική ~.|| (ειδικότ., ερωτικός δεσμός:) Ανοιχτή/ελεύθερη/εξωσυζυγική/κρυφή/ολοκληρωμένη/παράλληλη/παράνομη/περιστασιακή/ρομαντική/συντροφική/υγιής ~. Γενετήσιες/σαρκικές/σεξουαλικές ~εις. Δεν ξεπέρασε την προηγούμενή του ~. ~ με/χωρίς μέλλον/προοπτικές. ~ εξ αποστάσεως. Κάνω/συνάπτω ~ με κάποιον. Έχουμε ~ εδώ και καιρό. Μια παλιά μου ~ (πβ. γνωριμία).|| Διακρατικές/διπλωματικές/εμπορικές/εξωτερικές/κοινωνικές/νομικές/οικογενειακές/πελατειακές/πολιτικές/πολιτιστικές/τεταμένες/τυπικές/φιλικές ~εις. ~ ανταγωνισμού/εμπιστοσύνης/πάθους/στοργής. ~ ζωής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). ~ αγάπης και μίσους. Διαφωνίες/προβλήματα/σύννεφα στη ~. ~ (μεταξύ) γονέων και παιδιών/δασκάλου και μαθητή/Εκκλησίας και κράτους/σχολείου και κοινωνίας.|| Διατηρώ ~εις με κάποιον. Έχω καλές ~εις με τους συνεργάτες μου. Πβ. παρτίδες. 2. ύπαρξη κοινών σημείων ή ο τρόπος σύνδεσης εννοιών, καταστάσεων, αντικειμένων· γενικότ. η θεώρησή τους ως προς ορισμένο χαρακτηριστικό ή κριτήριο: διαλεκτική/έμμεση/λογική ~. ~ αιτίας και αποτελέσματος (= αιτιώδης ~)/αλληλεπίδρασης/αντίθεσης/εναντίωσης/εξουσίας/προσφοράς και ζήτησης/συνωνυμίας/υπαλληλίας/υποτέλειας. Πβ. συνάρτηση, συσχέτιση.|| (Κάτι) δεν έχει ~ με το θέμα (πβ. άσχετος). Δεν έχω καμία ~ (= ανάμειξη) με το γεγονός.|| (ΜΑΘ.) Διμελής ~ (: που συνδέει τα στοιχεία δύο συνόλων σε ζεύγη).|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Κιβώτιο πέντε ~εων/ταχυτήτων. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιες σχέσεις: σύνολο ενεργειών με στόχο τη δημιουργία θετικής εικόνας για πρόσωπο, προϊόν ή επιχείρηση: οι ~ ~ του δημάρχου/του δημοσιογράφου/του καλλιτέχνη/της κυβέρνησης/του ποδοσφαιριστή/του συλλόγου/του υπουργείου. Κάνει ~ ~. Εργάζεται στις ~ ~. Σπουδές στις ~ ~. Τομέας/υπεύθυνος ~ίων ~εων. [< αγγλ. public relations,γαλλ. public-relations, 1951, relations publiques, 1957] , ανθρώπινες σχέσεις βλ. ανθρώπινος, διαπροσωπικές σχέσεις βλ. διαπροσωπικός, διεθνείς σχέσεις βλ. διεθνής, εργασιακές σχέσεις βλ. εργασιακός, πελατειακές σχέσεις βλ. πελατειακός, προγαμιαίες σχέσεις βλ. προγαμιαίος, σχέση ισοδυναμίας βλ. ισοδυναμία ● ΦΡ.: καμία σχέση (προφ.): για να δηλωθεί ότι η υπόθεση ή η εκτίμηση που κάνει κάποιος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: -Πώς ήταν η ταινία; Καλή; -~ ~! -Συζητάτε το συγκεκριμένο θέμα; -~ ~!, σχέση ένα προς πολλά: ΠΛΗΡΟΦ. σχέση οντοτήτων σχεσιακής βάσης δεδομένων κατά την οποία μια εγγραφή ενός πίνακα συνδέεται βάσει κλειδιού με πολλές εγγραφές ενός άλλου. Βλ. (σχέση) ένα προς ένα. [< αγγλ. one-to-many relationship] , σχετικά με/σε σχέση με & (λόγ.) εν σχέσει με: συγκριτικά, αναλογικά, αναφορικά με: Η τελευταία εργασία σου υπερτερεί/υστερεί ~ ~ τις προηγούμενες. ΣΥΝ. έναντι (1) [< 1: γαλλ. relation(s), αγγλ. relationship 2: αρχ. σχέσις]

ανθρωπινός

ανθρωπινός, ή, ό [ἀνθρωπινός] αν-θρω-πι-νός επίθ. (προφ.) 1. που είναι κατάλληλος για άνθρωπο ή αντάξιός του: ~ός: ύπνος. ~ή: ζωή/συμπεριφορά. ~ό: μεροκάματο/σπίτι. ~ές: συνθήκες. ~ά: λόγια/ρούχα (ΣΥΝ. της ανθρωπιάς, της προκοπής). Πβ. αξιοπρεπής, ευπρεπής, κόσμιος. 2. (λαϊκό) που ανήκει στον άνθρωπο. ΣΥΝ. ανθρώπινος (1) ● επίρρ.: ανθρωπινά [< μεσν. ανθρωπινός]

διαπροσωπικός

διαπροσωπικός, ή, ό δι-α-προ-σω-πι-κός επίθ.: που υπάρχει, αναπτύσσεται ή συντελείται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα: ~ός: ανταγωνισμός. ~ή: επαφή/επικοινωνία. ~ά: προβλήματα. Σε ~ό επίπεδο. Πβ. διανθρώπινος, διατομικός. ● ΣΥΜΠΛ.: διαπροσωπικές σχέσεις: σχέσεις μεταξύ προσώπων: Η αμοιβαιότητα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο των ~ών ~εων. [< αγγλ. interpersonal relationships] [< γαλλ. interpersonnel, 1920]

διεθνής

διεθνής, ής, ές δι-ε-θνής επίθ. 1. που αναφέρεται ή ανήκει σε όλα τα έθνη ή σε πολλά από αυτά: ~ής: διαγωνισμός/θεσμός/κώδικας (π.χ. δεοντολογίας). ~ής: ανάπτυξη/διάσκεψη/έκθεση (βλ. ΔΕΘ)/επιτροπή/επιτυχία/καριέρα/κοινή γνώμη/κουζίνα/οικονομία/πολιτική/σκηνή/συνεργασία/φήμη. ~ές: αεροδρόμιο/εμπόριο/συνέδριο/τουρνουά/φεστιβάλ/φόρουμ. ~είς: κανονισμοί/νόμοι/παρατηρητές. ~είς: αερομεταφορές/διοργανώσεις/συγκρούσεις/συμφωνίες. ~ή: βραβεία/δίκτυα/προβλήματα/προγράμματα (π.χ. σπουδών)/πρότυπα (βλ. ISO). ~ής Ερυθρός Σταυρός/Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας. Πιανίστας με ~ή αναγνώριση. Πβ. διεθν-, οικουμεν-ικός, παγκόσμιος. ΑΝΤ. εθνικός, τοπικός (1) 2. ΑΘΛ. που συμμετέχει σε αθλητικό αγώνα μεταξύ εθνικών ομάδων: ~ής: άσος/διαιτητής/παίκτης.|| (ως ουσ.) Οι φίλαθλοι στήριξαν με πάθος τους ~είς. Βλ. -εθνής. ● Ουσ.: διεθνή (τα): ειδήσεις από το εξωτερικό., διεθνής (η) (αρνητ. συνυποδ.): άτομα ή ομάδες με οργανωμένα συμφέροντα και παγκόσμια δράση: η ~ του εγκλήματος/του κεφαλαίου/των ναρκωτικών/της τρομοκρατίας. ● επίρρ.: διεθνώς [-ῶς] (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: διεθνείς σχέσεις: ΠΟΛΙΤ. επιστημονικός κλάδος που μελετά κυρ. από πολιτική άποψη τις διακρατικές σχέσεις. [< αγγλ. international relations, 1914] , Διεθνές Σύστημα Μονάδων: παγκοσμίως αποδεκτό σύστημα μονάδων μέτρησης. [< αγγλ. International System of Units (SI), 1932] , Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο βλ. δίκαιο, Διεθνές Δικαστήριο (της Χάγης) βλ. δικαστήριο, διεθνές επιστημονικό λεξιλόγιο βλ. λεξιλόγιο, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βλ. ταμείο, διεθνές φωνητικό αλφάβητο βλ. αλφάβητο, Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα βλ. λογιστικός, διεθνή νόμιμα βλ. νόμιμος, διεθνή ύδατα βλ. ύδωρ, Διεθνής Αμνηστία βλ. αμνηστία, Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού βλ. λογαριασμός, διεθνής κοινότητα βλ. κοινότητα, Ευρωπαϊκό/Διεθνές/Παγκόσμιο Έτος βλ. έτος, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο βλ. δίκαιο, Καταστασιακή Διεθνής βλ. καταστασιακός, Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών βλ. τράπεζα [< γαλλ.-αγγλ. international]

εργασιακός

εργασιακός, ή, ό [ἐργασιακός] ερ-γα-σι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με εργασία: ~ός: βίος/νόμος/φόρτος/χρόνος/χώρος. ~ή: (αν)ασφάλεια/απασχόληση/ικανοποίηση/πείρα. ~ό: δίκαιο/καθεστώς/μέλλον/περιβάλλον/στρες. ~οί: κανόνες/σύμβουλοι. ~ές: συμβάσεις/συνθήκες. ~ά: δικαιώματα/καθήκοντα. ● επίρρ.: εργασιακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εργασιακές σχέσεις: που αναπτύσσονται μεταξύ εργοδοτών-εργαζομένων: ελαστικές/ευέλικτες ~ ~. Βελτίωση/διασφάλιση/ρύθμιση/σύστημα των ~ών ~εων. [< αγγλ. labour relations, 1943] , βιομηχανική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, επαγγελματική κινητικότητα βλ. κινητικότητα, εργασιακή εφεδρεία βλ. εφεδρεία

ισοδυναμία

ισοδυναμία [ἰσοδυναμία] ι-σο-δυ-να-μί-α ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του ισοδύναμου: ~ τίτλων (σπουδών). Πιστοποιητικό ~ας διπλώματος μηχανικού με μάστερ.|| (ΦΥΣ.) ~ μάζας και ενέργειας.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ αγοραστικών δυνάμεων/γραμματίων/επιτοκίων. Κλίμακα ~ας.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ εδρών μεταξύ των συνδικαλιστικών παρατάξεων.|| (ΜΑΘ.) ~ κλασμάτων (: που έχουν την ίδια αριθμητική αξία, αλλά διαφορετικούς αριθμητές και παρονομαστές)/συνόλων.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ στη μετάφραση (: οι συνωνυμικές δυνατότητες). Πβ. αντιστοιχία, ισοτιμία. Βλ. βιοϊσοδυναμία, ισότητα, ταυτότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή της ισοδυναμίας: ΦΥΣ. θεμελιώδες αξίωμα της θεωρίας της σχετικότητας σύμφωνα με το οποίο το αποτέλεσμα της επίδρασης βαρυτικού πεδίου σε ένα σώμα είναι ισοδύναμο προς την επιτάχυνσή του., λογική ισοδυναμία: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. (στη Λογική) ιδιότητα που συνδέει δύο προτάσεις που έχουν τις ίδιες τιμές αληθείας., σχέση ισοδυναμίας: ΜΑΘ. διμελής σχέση των στοιχείων συνόλου η οποία είναι ανακλαστική, συμμετρική και μεταβατική: Η ισότητα είναι ~ ~., κλάση ισοδυναμίας βλ. κλάση2 [< μτγν. ἰσοδυναμία, γαλλ. équivalence, isodynamie]

πελατειακός

πελατειακός, ή, ό πε-λα-τει-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με την πελατεία, τους πελάτες ή τις πελατειακές σχέσεις: ~ή: βάση (μιας εταιρείας). ~ό: κοινό. ~ές: ανάγκες/απαιτήσεις.|| (μτφ.) ~ή: αντίληψη/λογική. ~ό: κράτος/σύστημα (= ρουσφετολογικό). ~ές: σκοπιμότητες. ~ά: κριτήρια. ~ μηχανισμός (των κομμάτων). ● επίρρ.: πελατειακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: πελατειακές σχέσεις: παροχή υπηρεσιών και ποικίλων εξυπηρετήσεων (διορισμών, μεταθέσεων) εκ μέρους πολιτικών προσώπων, με αντάλλαγμα την ψήφο των πολιτών. Βλ. λαϊκισμός, πατρωνία.

προγαμιαίος

προγαμιαίος, α, ο [προγαμιαῖος] προ-γα-μι-αί-ος επίθ.: που γίνεται πριν από τον γάμο: ~ο: συμβόλαιο/συμφωνητικό. Βλ. -ιαίος. ● ΣΥΜΠΛ.: προγαμιαίες σχέσεις & προγαμιαίο σεξ: σεξουαλική επαφή πριν από τον γάμο. [< μεσν. προγαμιαίος, αγγλ. premarital]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.