αγγελικός, ή, ό [ἀγγελικός] αγ-γε-λι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που έχει τα χαρακτηριστικά αγγέλου, που είναι ωραίος, αιθέριος, αγνός, καλός: ~ός: άνθρωπος/βίος/κόσμος. ~ή: μελωδία/μορφή/φωνή/ψυχή. ~ό: βλέμμα/κορμί/πλάσμα/πρόσωπο/χαμόγελο. Είναι εκθαμβωτική μέσα στην ~ή ομορφιά της.|| (ειρων.) Με κοίταξε/παρακάλεσε με ~ό ύφος (: προσποιητά αθώο). Πβ. αγγελόμορφος, θεϊκός. ΑΝΤ. διαβολικός 2. που αναφέρεται ή ανήκει στους αγγέλους: ~ός: ύμνος/χορός/ψαλμός. ~ή: ρομφαία. ~ό: τάγμα. ~ές: δυνάμεις. Πβ. χερουβικός. ● επίρρ.: αγγελικά ● ΣΥΜΠΛ.: αγγελικό σχήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ένδυμα που περιβάλλεται ο μοναχός ή η μοναχή, κυρ. το μοναχικό σχήμα: Έλαβε/ντύθηκε/πήρε/φόρεσε το ~ ~. Βλ. εκάρη μοναχός. ● ΦΡ.: αγγελικά πλασμένος βλ. πλάθω [< μτγν. ἀγγελικός, γαλλ. angelique]
ανακόλουθος, η, ο [ἀνακόλουθος] α-να-κό-λου-θος επίθ.: αντιφατικός, ασυνεπής: ~ος: λόγος. ~η: πολιτική/στάση. ~ες: δηλώσεις. Πράξεις ~ες (με/προς) τις αρχές του. Στοιχεία ανακριβή/αναξιόπιστα και ~α. Είναι ~ο να ...|| (για πρόσ.) Αποδείχθηκε/φάνηκε/υπήρξε ~ (απέναντι) στις/με/ως προς τις υποσχέσεις του. ΣΥΝ. αναντίστοιχος ΑΝΤ. ακόλουθος (2) ● Ουσ.: ανακόλουθο (το): ανακολουθία, ασυνέπεια, ασυμφωνία: το ~ των δηλώσεων/μεταξύ λόγων και έργων. Τα ~α και οι αντιφάσεις του συστήματος. ● επίρρ.: ανακόλουθα ● ΣΥΜΠΛ.: ανακόλουθο (σχήμα): ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου στο οποίο παραβιάζεται η συντακτική συμφωνία των όρων μιας πρότασης ή φράσης: Εγώ, μου αρέσει η Ελλάδα (αντί: Εμένα ...). [< μτγν. ἀνακόλουθος]
ανάλογος, η, ο [ἀνάλογος] α-νά-λο-γος επίθ.: που βρίσκεται σε σχέση αναλογίας, ισοδυναμίας με κάποιον/κάτι ή που διαμορφώνεται αντίστοιχα προς κάποιο άλλο ποσοτικό μέγεθος: ~η: ανταπόκριση/κατάσταση. ~α: προβλήματα. Με ~ο τρόπο. Αποδοχές ~ες με την εργασία. Για τη λέξη "φιλότιμο" δεν υπάρχει ~ αγγλικός όρος. Εσύ τι θα έκανες σε ~η περίπτωση (= παρόμοια); Κάτι ~ο συνέβη και σ' εμένα. Για το καλοκαίρι υιοθετήστε και το ~ο στιλ (= κατάλληλο)! Πβ. σύμφωνος.|| Πίεση ~η του βάθους/με το ύψος. Πβ. αναλογικός. Βλ. -λογος. ΑΝΤ. δυσανάλογος ● Ουσ.: ανάλογο (το) 1. οτιδήποτε παρουσιάζει αναλογία, αντιστοιχία με κάτι άλλο: Φαινόμενο που δεν έχει ~ό του σε όλον τον κόσμο (ΣΥΝ. όμοιο). 2. μερίδιο: Μην ανησυχείς, θα πάρεις το ~ό σου (από τα κέρδη). ● επίρρ.: ανάλογα & αναλόγως: Θα χρειαστώ δέκα με είκοσι λεπτά ~α με την κίνηση. Με έβρισε και του απάντησα ~ως.|| -Θα έρθεις το βράδυ; -~α με τη διάθεσή μου. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλογα μεγέθη/ποσά: ΜΑΘ. που όταν αυξάνεται ή μειώνεται το ένα, αυξάνεται ή μειώνεται και το άλλο, αντίστοιχα: Στα ~ ~ οι λόγοι των τιμών τους είναι ίσοι.|| (μτφ.) Ποιότητα και τιμή είναι ~ ~ (: όσο πιο καλό είναι κάτι, τόσο πιο πολύ στοιχίζει· όσο πιο φθηνό, τόσο κατώτερης συνήθ. ποιότητας)., ανάλογοι αριθμοί: ΜΑΘ. ακολουθίες αριθμών με την ιδιότητα σταθερού λόγου (αναλογίας) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αριθμών της ίδιας τάξης., αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά: ΜΑΘ. που όταν αυξάνεται το ένα μειώνεται το άλλο και αντίστροφα., μέσος ανάλογος (δύο αριθμών): ΜΑΘ. ο β σε μία αναλογία της μορφής α/β = β/γ., σχήμα εξ αναλόγου: ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου που βασίζεται στην παράλειψη λέξης ή φράσης ως ευκόλως εννοούμενης: λ.χ. Δεν πήγα, αν και ήθελα (ενν. να πάω). Πβ. έλλειψη. [< αρχ. ἀνάλογος, γαλλ. proportionnel, analogue]
ασύνδετος, η, ο [ἀσύνδετος] α-σύν-δε-τος επίθ. 1. που δεν έχει σχέση, σύνδεση με κάτι ή κάποιον άλλο: ~ες: εικόνες. Θέμα ~ο με την όλη ιστορία. Γνώσεις διάσπαρτες και ~ες μεταξύ τους.|| (ΑΘΛ.) ~η ομάδα, με λάθη στις μεταβιβάσεις. Πβ. αποκομμένος, ασυσχέτιστος, άσχετος. 2. που παρουσιάζει έλλειψη λογικής συνοχής, ειρμού, οργάνωσης: ~ος: λόγος. ~ες: σκέψεις. Πβ. ασυνάρτητος. 3. (σπανιότ.-κυριολ.) που δεν έχει συνδεθεί με κάτι (λ.χ. για συσκευή που δεν τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα). ● επίρρ.: ασύνδετα & (σπάν.-λόγ.) ασυνδέτως ● ΣΥΜΠΛ.: (σχήμα) ασύνδετο: ΦΙΛΟΛ. παράθεση όρων με όμοια συντακτική λειτουργία χωρίς παρεμβολή συνδετικών στοιχείων: π.χ.: "Αγόρασα μήλα, πορτοκάλια, πατάτες" (: χωρίς τον σύνδ. και).|| (κατ' επέκτ.) Ασύνδετες προτάσεις. [< αρχ. ἀσύνδετος]
ασχημάτιστος, η, ο [ἀσχημάτιστος] α-σχη-μά-τι-στος επίθ.: που δεν έχει πάρει ακόμη συγκεκριμένη ή τελική, οριστική μορφή· αδιαμόρφωτος: ~ος: βλαστός (φυτού). ~η: ύλη. Πβ. αδιάπλαστος, άμορφος.|| ~ες: ιδέες. Πβ. ανολοκλήρωτος. [< αρχ. ἀσχημάτιστος]
έλξη [ἕλξη] έλ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. {σπάν. στον πληθ.} δύναμη, κάτω από την επίδραση της οποίας τα αντικείμενα τείνουν να κινούνται το ένα προς το άλλο, με αποτέλεσμα τη μείωση της μεταξύ τους απόστασης: ηλεκτρική/ηλεκτροστατική/μαγνητική/μοριακή ~. Η βαρυτική ~ της Γης/Σελήνης. Ο νόμος της παγκόσμιας ~ης του Νεύτωνα. Ασκείται ~ μεταξύ των ουράνιων σωμάτων. Βλ. παλίρροια. ΑΝΤ. άπωση (1) 2. (μτφ.) έντονο ενδιαφέρον που δημιουργεί κάποιος ή κάτι σε κάποιον· γοητεία: ακαταμάχητη/ανεξήγητη/μοιραία/πνευματική/σαρκική/σεξουαλική/ψυχική ~. (εμφατ.) Ασκεί ~ και γοητεία. Η (φυσική) ~ αρσενικού και θηλυκού. Η ~ των αντιθέτων (πβ. τα ετερώνυμα έλκονται). Μεταξύ τους αναπτύχθηκε έντονη ~. Αισθάνονται αμοιβαία ερωτική ~ (πβ. χημεία). Νιώθω ~ για κάποιον. Πβ. ελκυστικότητα, μαγεία. Βλ. μαγνήτης.|| Οι τέχνες τής ασκούσαν πάντα μια ακατανίκητη/μυστηριώδη ~. ΑΝΤ. απέχθεια, αποστροφή1 3. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του έλκω· τράβηγμα: ~ οχήματος/πλοίου (= ρυμούλκηση). ΑΝΤ. σπρώξιμο, ώθηση.|| (ΙΑΤΡ.) Κρανιακή ~. ~ της κάτω γνάθου. 4. ΓΛΩΣΣ. σχήμα κατά το οποίο όρος πρότασης συμφωνεί γραμματικά προς όρο άλλης πρότασης (της ίδιας περιόδου), εξαιτίας της συντακτικής επίδρασης που υφίσταται από αυτόν. π.χ. ευχαριστώ όλους όσους, αντί όλους όσοι (~ του αναφορικού). ● έλξεις (οι) 1. ΓΥΜΝ. άσκηση ανύψωσης του σώματος με τα χέρια από οριζόντια δοκό ή κρίκους: κατακόρυφες/πλευρικές/σπονδυλικές ~. ~ σε μονόζυγο. Κάνω ~εις. Βλ. κάμψεις. 2. (στη βυζαντινή μουσική) σημεία αλλοίωσης. [< 1: αγγλ. pull-ups, 1960] ● ΣΥΜΠΛ.: πόλος έλξης: τόπος ή χώρος που προσελκύει κάποιον ή κάτι: Η περιοχή λειτουργεί ως πολιτιστικός/τουριστικός ~ ~. Η χώρα μετατράπηκε σε ~ο ~ο για επενδύσεις/τις ξένες τράπεζες. Το ίδρυμα έχει αναδειχτεί σε ~ο ~ έρευνας/πολλών επιστημόνων. Πβ. ατραξιόν. [< γαλλ. pôle d'attraction, αγγλ. attraction pole] [< αρχ. ἕλξις, γαλλ.-αγγλ. attraction]
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
λιτότητα λι-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. αυστηρή οικονομική πολιτική που χαρακτηρίζεται από υψηλή φορολογία χωρίς αυξήσεις στους μισθούς, με σκοπό τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος: σκληρή ~ (= οικονομία). Μονόπλευρη ~ σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες. ~ διαρκείας. Μέτρα/πρόγραμμα/προϋπολογισμός ~ας. Βλ. ανέχεια, ακρίβεια, συγκράτηση τιμών, ύφεση. 2. (λόγ.) η ιδιότητα του λιτού: Διακόσμηση που χαρακτηρίζεται από δωρική ~ Πβ. απλότητα.|| Εκφραστική ~. Η ~ ενός κειμένου/του ύφους. Πβ. αυστηρ-, ελλειπτικ-, επιγραμματικ-, λακωνικ-ότητα.|| ~ στον τρόπο ζωής. Πβ. εγκράτεια, μέτρο, ολιγάρκεια. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: σχήμα λιτότητας: ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο στη θέση μιας λέξης χρησιμοποιείται η αντίθετή της με άρνηση, για να μετριαστεί η κατηγορηματικότητα ή απολυτότητα μιας δήλωσης: -Πώς είσαι; -Όχι και τόσο καλά (~ ~ αντί του "άσχημα"). Δεν μου φαίνεται έξυπνος (~ ~ αντί του "μου φαίνεται χαζός"). [< μτγν. λιτότης, γαλλ. litote, αγγλ. litotes] [< 1: αγγλ. austerity, 1942 2: αρχ. λιτότης]
λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]
μεραρχία με-ραρ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΣΤΡΑΤ. βασικός σχηματισμός του Στρατού Ξηράς, μικρότερος από το σώμα και μεγαλύτερος από την ταξιαρχία, που συνδυάζει μονάδες όπλων και σωμάτων και έχει τη δυνατότητα διεξαγωγής μεγάλων σε έκταση επιθετικών ή αμυντικών πολεμικών επιχειρήσεων: αερομεταφερόμενη/μηχανοκίνητη/τεθωρακισμένη ~. ~ αλπινιστών/πεζικού/πυροβολικού. Διοικητής ~ας (= μέραρχος). Βλ. -αρχία. [< μτγν. μεραρχία ‘στρατιωτική μονάδα 2048 ανδρών’]
νοούμενο νο-ού-με-νο ουσ. (ουδ.) {νοουμένου} & νοούμενον: ΦΙΛΟΣ. το μη αισθητό πράγμα, αυτό που συλλαμβάνεται μόνο μέσω του νου· το υπεραισθητό: τα ~α και τα φαινόμενα (: στην καντιανή φιλοσοφία). ● ΣΥΜΠΛ.: σχήμα κατά το νοούμενο: ΦΙΛΟΛ. κατά το οποίο τα περιληπτικά ονόματα στον ρόλο του υποκειμένου συνδέονται με ρήμα στον πληθυντικό αριθμό: π.χ. Το πλήθος ούρλιαζαν (= ούρλιαζε). ● βλ. νοώ [< μτγν. νοούμενον, γερμ. Noumenon]
οξύμωρος, η, ο [ὀξύμωρος] ο-ξύ-μω-ρος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): αντιφατικός, παράδοξος: ~ες: δηλώσεις.|| (ως ουσ.) Το ~ο της υπόθεσης είναι ότι υποστηρίζει με πάθος ό,τι απαρνιόταν. Πβ. αντικρουόμενος. ● ΣΥΜΠΛ.: οξύμωρο σχήμα/σχήμα οξύμωρο 1. ΡΗΤΟΡ. ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο ασύμβατοι, αλληλοαναιρούμενοι όροι χρησιμοποιούνται μαζί και εκφράζουν ένα λογικό νόημα: Η "εκκωφαντική σιωπή" είναι ~ ~. 2. (κατ' επέκτ.) για πράγματα ή καταστάσεις που αλληλοαποκλείονται: Φαντάζει ~ ~ δύο ορκισμένοι εχθροί να έχουν τόσα κοινά σημεία. [< μτγν. ὀξύμωρος ‘έντονα ανόητος’, ουδ. ὀξύμωρον]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
παράλληλος, η/ος, ο πα-ράλ-λη-λος επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται, υπάρχει ταυτόχρονα ή με ανάλογο, παρόμοιο τρόπο με κάτι άλλο: ~ος: σκοπός/σχεδιασμός. ~η: αναζήτηση/απασχόληση/δράση/δραστηριότητα/εξέλιξη/εξυπηρέτηση(πελατών)/εργασία/θεραπεία/κυκλοφορία/παρακολούθηση/πορεία/(ερωτική) σχέση. || (ΝΟΜ.) ~η: ασφάλιση. ~ο: παιχνίδι/πρόγραμμα. ~οι: αγώνες/έλεγχοι/κόσμοι/τομείς. ~ες: εκδηλώσεις/επιδιώξεις/ιστορίες/προσπάθειες (π.χ. για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος)/συνεδρίες/συνομιλίες/υπηρεσίες. ~α: γεγονότα/έργα/μέτωπα.|| (ΑΘΛ.) ~ο: (γιγαντιαίο) σλάλομ (ανδρών/γυναικών) (: κατά το οποίο αγωνίζονται ταυτόχρονα δύο αθλητές σε ~ες πίστες). 2. που εκτείνεται στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον άλλο, δεν τέμνεται μαζί του και η μεταξύ τους απόσταση παραμένει ίδια: ~οι: αγωγοί/άξονες/δρόμοι/σωλήνες/τοίχοι. ~ες: σειρές. Κυματοθραύστες ~οι προς την ακτή. Κατασκευή πεζόδρομου ~ου προς την οδική αρτηρία. Ευθεία ~η προς το έδαφος.|| ~ο: παρκάρισμα. 3. ΠΛΗΡΟΦ. που αναφέρεται σε ταυτόχρονες διαδικασίες, όπως επεξεργασία δεδομένων, λειτουργία προγραμμάτων, υπολογιστών: ~ος: αλγόριθμος/προγραμματισμός/υπολογισμός. ~η: πρόσβαση. ~ο: καλώδιο/σύστημα. ΑΝΤ. σειριακός 4. ΓΕΩΜ. (για επίπεδα) που δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. ● Ουσ.: παράλληλος (η): οδός παράλληλη προς άλλη: πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ λεωφόρου. ● επίρρ.: παράλληλα & (λόγ.) παραλλήλως: ~ προς ... (ΗΛΕΚΤΡ.) Σύνδεση λαμπτήρων σε σειρά και ~ (= σε παραλληλία).|| Τα εργαστήρια θα λειτουργήσουν ~.|| Το σπίτι είναι διακοσμημένο με κλασικό και ~ μοντέρνο στιλ. Πβ. ταυτόχρονα. ● ΣΥΜΠΛ.: παράλληλες (ευθείες): ΓΕΩΜ. που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Βλ. τέμνουσα., παράλληλες εισαγωγές/εξαγωγές: ΟΙΚΟΝ. νόμιμες εισαγωγές/εξαγωγές προϊόντων μέσω δικτύων διανομής που δεν έχουν όμως εγκριθεί από τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό τους., παράλληλη αγορά: ΟΙΚΟΝ. δευτερεύουσα αγορά των σύγχρονων χρηματιστηρίων που απευθύνεται στις μικρότερες επιχειρήσεις, αποτελώντας τον προθάλαμο για την εισαγωγή τους στην κύρια: γενικός δείκτης της ~ης ~άς. Εισαγωγή/ένταξη (μιας εταιρείας) στην ~ ~., παράλληλη σύνδεση/διάταξη: ΗΛΕΚΤΡ. τρόπος σύνδεσης στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος, κατά τον οποίο όλα τα στοιχεία βρίσκονται υπό την ίδια τάση και η ένταση του συνολικού ρεύματος που διαπερνά το κύκλωμα είναι ίση με το άθροισμα των εντάσεων των ρευμάτων που διαρρέουν τα στοιχεία του: ~ ~ αντιστάσεων/μπαταριών/πυκνωτών. ΑΝΤ. σύνδεση σε/εν σειρά, παράλληλος (κύκλος) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΑΣΤΡΟΝ. νοητός κύκλος της γήινης ή της ουράνιας σφαίρας παράλληλος προς τον ισημερινό: Οι ~οι ~οι παίρνουν τιμές από 0-90 μοίρες. Βλ. μεσημβρινός., σχήμα εκ παραλλήλου: ΡΗΤΟΡ. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο μια έννοια διατυπώνεται ταυτόχρονα θετικά και αρνητικά: π.χ. Να αρνηθείς και να μη δεχτείς. Όμορφος και όχι άσχημος., βίοι παράλληλοι βλ. βίος, παράλληλη θύρα βλ. θύρα, παράλληλο εμπόριο βλ. εμπόριο, παράλληλο κείμενο βλ. κείμενο, παράλληλο Σύμπαν βλ. σύμπαν, παράλληλοι ζυγοί βλ. ζυγός ● ΦΡ.: εκ παραλλήλου (λόγ.): συγχρόνως, ταυτόχρονα. Πβ. σε παραλληλία. [< αρχ. παράλληλος, γαλλ. parallèle, αγγλ. parallel]
-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.
-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.
πολυσύνδετος, η, ο πο-λυ-σύν-δε-τος επίθ.: (σπάν.) που έχει συνδεθεί πολλαπλώς με κάτι. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: (σχήμα) πολυσύνδετο: ΓΡΑΜΜ. σύνδεση όρων ή προτάσεων που έχουν όμοια συντακτική λειτουργία με συμπλεκτικούς ή διαζευκτικούς συνδέσμους: Δεν αγόρασα ούτε μήλα ούτε πορτοκάλια (: με τον σύνδ. ούτε). Βλ. (σχήμα) ασύνδετο. [< μεσν. σχήμα πολυσύνδετον, γαλλ. polysyndète, αγγλ. polysyndeton] [< μτγν. πολυσύνδετος ‘που έχει πολλούς συνδέσμους’]
υπερβατός, ή, ό [ὑπερβατός] υ-περ-βα-τός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. που μπορεί κανείς να τον υπερβεί βγαίνοντας έξω από τα όρια της πραγματικότητας: ~ή: οντότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: υπερβατό σχήμα & υπερβατό: ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο ανάμεσα σε δύο πολύ κοντινές συντακτικά ή λογικά λέξεις παρεμβάλλονται άλλες για λόγους συνήθ. υφολογικούς: π.χ. η εκτός ορίων αύξηση των ρύπων. [< μτγν. ὑπερβατόν] [< αρχ. ὑπερβατός]
υποχωρητικός, ή, ό [ὑποχωρητικός] υ-πο-χω-ρη-τι-κός επίθ. (λόγ.) 1. συμβιβαστικός: ~ή: διάθεση/πολιτική/στάση. Είναι ~ στις απαιτήσεις των άλλων. Αν φανείς ~, θα το εκμεταλλευτεί. Πβ. διαλλακτ-, ενδοτ-ικός. ΑΝΤ. άκαμπτος (1), αλύγιστος (1), ανένδοτος, ανυποχώρητος 2. που οπισθοχωρεί ή μειώνεται: ~ή: κίνηση/τακτική.|| ~ές: τάσεις (στο χρηματιστήριο). Πβ. πτωτικός. ● επίρρ.: υποχωρητικά ● ΣΥΜΠΛ.: υποχωρητικός σχηματισμός: ΓΛΩΣΣ. φαινόμενο κατά το οποίο η παράγωγη λέξη, και όχι αυτή από την οποία παράγεται, μοιάζει να είναι η πρωτότυπη και είναι βραχύτερη: π.χ. "ανάσα" από το "ανασαίνω". [< αγγλ. back-formation] [< μτγν. ὑποχωρητικός, γαλλ. régressif]
χορευτικός, ή, ό χο-ρευ-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον χορό: ~ός: διαγωνισμός/θίασος. ~ή: βραδιά/γυμναστική/διάθεση/έκφραση/παιδεία/παράδοση/ποπ/σύνθεση. ~ό: δράμα (= χορόδραμα)/εργαστήρι/θέατρο (= χοροθέατρο)/πρόγραμμα/σόου/συγκρότημα/φεστιβάλ. ~ές: εκδηλώσεις/ικανότητες/παραστάσεις/σπουδές/φιγούρες. ~ά: βήματα/δρώμενα/νούμερα. Η ~ή σκηνή/τέχνη. Πβ. ορχηστικός.|| ~ή: μουσική. ~ό: τραγούδι. Θέλω ν' ακούσω κάτι ~ό και ξεσηκωτικό. Σε ~ούς ρυθμούς. Βλ. μουσικο~. ● χορευτικά (τα): ενν. τραγούδια: συλλογή με ~. Βλ. χιτ., χορευτικό (το): σύνολο συγκεκριμένων χορευτικών κινήσεων που εκτελούνται από ομάδα χορευτών: δημοτικό/φολκλορικό ~. ~ γάμου.|| Δύσκολο/εντυπωσιακό/μοντέρνο ~ (= χορογραφία). Ο χορογράφος του ~ού.|| Τμήματα ~ού (: χορού). ● επίρρ.: χορευτικά ● ΣΥΜΠΛ.: χορευτικό σχήμα 1. & (προφ.) χορευτικό: χορευτική ομάδα: παραδοσιακό/τοπικό ~ ~. Το ~ ~ του συλλόγου/σχολείου.|| Θεατρικό/μουσικό και ~ ~. 2. (σπανιότ.) το συγκεκριμένο σχήμα ενός χορού: αντικριστό/ομαδικό ~ ~. ~ ~ ανοιχτού κύκλου. Το ~ ~ του συρτού. [< μτγν. χορευτικός]
ανθυποφορά [ἀνθυποφορά] αν-θυ-πο-φο-ρά ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: σχήμα υποφοράς και ανθυποφοράς & (κοινό) άστοχα ερωτήματα: ΓΡΑΜΜ. σχήμα λόγου, συνήθ. σε δημοτικά τραγούδια, κατά το οποίο τίθενται ερωτήσεις, έπειτα αναιρούνται κάποιες από τις πιθανές απαντήσεις και τέλος ακολουθεί η σωστή απάντηση: Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν./Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι; … [< μτγν. ἀνθυποφορά ‘απάντηση’]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ