Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • σχετικότητα σχε-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του σχετικού, υποκειμενικότητα: ~ της αλήθειας/γνώσης. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. απολυτότητα ● ΣΥΜΠΛ.: θεωρία της σχετικότητας: ΦΥΣ. θεωρία δομής του χωροχρόνου που διατυπώθηκε από τον Αϊνστάιν και υποστηρίζει ότι οι νόμοι της φύσης έχουν την ίδια μορφή σε όλα τα αδρανειακά συστήματα αναφοράς, καθώς και ότι η ταχύτητα του φωτός στο κενό είναι συνεχής και ανεξάρτητη από την πηγή ή τον παρατηρητή: γενική/ειδική ~ ~. [< γερμ. Relativitätstheorie, 1905] [< γαλλ. relativité, αγγλ. relativity]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.